Το πρακτέο καλεί τη θέληση στη σύμφωνη με την αναγκαιότητα πράξη.
Η θέληση είναι παράγωγο της πλεονάζουσας δύναμης και αποτελεί την προβολή της. Η δύναμη του όντος, περισσεύοντας τής δυαδικής του καταγωγής, προβάλλεται στο μέλλον άγοντας το ον στην τριαδικότητα και παρέχοντας του έτσι τη δυνατότητα του γίγνεσθαι. Τουτέστιν, δίνει στον χώρο τη διάσταση του χρόνου.
Η αναγκαιότητα συγκρατεί τη δύναμη εντός των ορίων του σώματος που τη φέρει, επιτάσσοντας τη να φροντίσει κατ’ αρχή για τη συντήρηση του σώματος. Η επιταγή της αποτελεί την προϋπόθεση κάθε θέσης, αφού καμία θέση δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς την προϋπόθεση του σώματος που τη φέρει. Από τη στιγμή που η δύναμη καλύψει την ανάγκη συντήρησης του φέροντος σώματος, περισσεύει. Το περίσσευμά της κατευθύνεται μέσω της επιθυμίας σε ένα άλλο σώμα, προκειμένου να διαθέσει το πλεόνασμά της στην ένωσή τους. Το πέρασμα από την αναγκαιότητα στην επιθυμία δίνει στη δύναμη τη δυνατότητα ενός άλλου σώματος. Τα δύο σώματα παράγουν με τη γόνιμη ένωσή τους μίαν άλλη δύναμη, άρα αναπαράγουν την αναγκαιότητα, παρέχοντας της έναν ακόμη φορέα της.
Η αναγκαιότητα δεν ακυρώνει τη θέληση, διότι τη χρειάζεται προκειμένου να μείνει ζωντανή. Η θέληση δεν αναιρεί την αναγκαιότητα, αλλά την ανανεώνει.
Η ακολουθία επιθυμίας και αναγκαιότητας διαταράσσεται στην περίπτωση που η επιθυμία αναστέλλεται. Όταν κάποιος δεν διαθέτει το πλεόνασμα του στην κατεύθυνση των προβολών της επιθυμίας του, το κάνει πέραν κάθε αναγκαιότητας, όσο και αν επικαλείται κάποιο "πρέπει" για να δικαιολογηθεί. Προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα καταφεύγει στο άλλοθι της τύχης υποκρινόμενος τον άτυχο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, ενώ το μπορούσε.
Ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να γίνει και σε αυτό που δεν γίνεται, ενώ το μπορεί, ανοίγεται ένα χάσμα. Το χάσμα αυτό κάνει τη ψυχή να υποφέρει, μιας και η ψυχή, όντας η ενότητα, δεν ανέχεται την κενότητα και μας ενοχοποιεί. Για να καθησυχάσουμε την ενοχή μας, καλούμε την τύχη να κλείσει το χάσμα που ανοίξαμε εμείς οι ίδιοι, δίνοντας στην ατυχία μας περισσότερες πιθανότητες από αυτές που θα μπορούσε να έχει.
Μόνο όταν εξαντλήσουμε κάθε πιθανότητα να συναντηθούμε, μπορούμε μετά να πούμε ότι δεν έτυχε να συμπέσουμε. Δεν μπορούμε, όμως, πριν την αξιοποίηση της κάθε δυνατότητας μας, να ενοχοποιούμε την τύχη μας.
Η τύχη, αν πράγματι υπάρχει, βρίσκεται μετά το άθροισμα της ανάγκης και της θέλησης και αποτελεί το υπόλοιπο της περιρρέουσας δύναμης του Είναι: της δύναμης η οποία δεν έχει ακόμη ενταχθεί πλήρως στη ροή του γίγνεσθαι και δεν έχει έτσι βρει τη μορφή της. Επειδή αποτελεί μέρος μιας άτακτης δύναμης, συμβαίνει ακανόνιστα και επειδή δεν έχει μορφή, είναι ακαθόριστη. Η τύχη, όντας το μέρος του Λόγου που δεν έχει ακόμη εκφραστεί σε λόγο, είναι παράλογη.
Το αν όντως υπάρχει η τύχη σαν μία συνιστώσα της πραγματικότητας είναι άγνωστο, και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το μάθουμε, εκτός αν ο λόγος μας ταυτιστεί με τον Λόγο, για να βρει μετά αν υπάρχει χώρος για το παράλογο.
Επικαλούμενοι την τύχη, προσκαλούμε ανάμεσά μας το άγνωστο, κάτι που αγνοούμε παντελώς, άρα το κενό, επιτρέποντας, έτσι, την αβεβαιότητα να κυριεύσει τη δύναμή μας και να την καθηλώσει σε μία πέραν κάθε αναγκαιότητας κατακράτηση της θέλησης της, από τον φόβο μπροστά σε αυτό το παντελώς άγνωστο.
Δίνοντας στο παράλογο έναν λόγο που δεν του ανήκει, του παρέχουμε μία δυνατότητα που εκ των πραγμάτων δεν έχει. Όταν αποφεύγουμε την ευθύνη της θέλησής μας και δεν προσφεύγουμε στο πρακτέον, καθιστάμε αναπόφευκτο το αποφευκτέο (αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε, το κακό = το κενό), προσδίδοντας του μια αναγκαιότητα που στερείται.
Η αναγκαιότητα αποτελεί το απαραίτητο ελάχιστό μας, αυτό που πρέπει πρώτα να φροντίσουμε για να μπορέσει κατόπιν η δύναμή μας και γίνει πλεόνασμα της θέλησης. Όταν εμείς τη μεγεθύνουμε προκειμένου να δικαιολογήσουμε την έλλειψη της θέλησής μας, αυτό που μεγαλώνουμε είναι κάτι το ελάχιστο και αυτό που προκαλούμε είναι την ελαχιστοποίησή μας.
Η θέληση είναι παράγωγο της πλεονάζουσας δύναμης και αποτελεί την προβολή της. Η δύναμη του όντος, περισσεύοντας τής δυαδικής του καταγωγής, προβάλλεται στο μέλλον άγοντας το ον στην τριαδικότητα και παρέχοντας του έτσι τη δυνατότητα του γίγνεσθαι. Τουτέστιν, δίνει στον χώρο τη διάσταση του χρόνου.
Η αναγκαιότητα συγκρατεί τη δύναμη εντός των ορίων του σώματος που τη φέρει, επιτάσσοντας τη να φροντίσει κατ’ αρχή για τη συντήρηση του σώματος. Η επιταγή της αποτελεί την προϋπόθεση κάθε θέσης, αφού καμία θέση δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς την προϋπόθεση του σώματος που τη φέρει. Από τη στιγμή που η δύναμη καλύψει την ανάγκη συντήρησης του φέροντος σώματος, περισσεύει. Το περίσσευμά της κατευθύνεται μέσω της επιθυμίας σε ένα άλλο σώμα, προκειμένου να διαθέσει το πλεόνασμά της στην ένωσή τους. Το πέρασμα από την αναγκαιότητα στην επιθυμία δίνει στη δύναμη τη δυνατότητα ενός άλλου σώματος. Τα δύο σώματα παράγουν με τη γόνιμη ένωσή τους μίαν άλλη δύναμη, άρα αναπαράγουν την αναγκαιότητα, παρέχοντας της έναν ακόμη φορέα της.
Η αναγκαιότητα δεν ακυρώνει τη θέληση, διότι τη χρειάζεται προκειμένου να μείνει ζωντανή. Η θέληση δεν αναιρεί την αναγκαιότητα, αλλά την ανανεώνει.
Η ακολουθία επιθυμίας και αναγκαιότητας διαταράσσεται στην περίπτωση που η επιθυμία αναστέλλεται. Όταν κάποιος δεν διαθέτει το πλεόνασμα του στην κατεύθυνση των προβολών της επιθυμίας του, το κάνει πέραν κάθε αναγκαιότητας, όσο και αν επικαλείται κάποιο "πρέπει" για να δικαιολογηθεί. Προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα καταφεύγει στο άλλοθι της τύχης υποκρινόμενος τον άτυχο που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, ενώ το μπορούσε.
Ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να γίνει και σε αυτό που δεν γίνεται, ενώ το μπορεί, ανοίγεται ένα χάσμα. Το χάσμα αυτό κάνει τη ψυχή να υποφέρει, μιας και η ψυχή, όντας η ενότητα, δεν ανέχεται την κενότητα και μας ενοχοποιεί. Για να καθησυχάσουμε την ενοχή μας, καλούμε την τύχη να κλείσει το χάσμα που ανοίξαμε εμείς οι ίδιοι, δίνοντας στην ατυχία μας περισσότερες πιθανότητες από αυτές που θα μπορούσε να έχει.
Μόνο όταν εξαντλήσουμε κάθε πιθανότητα να συναντηθούμε, μπορούμε μετά να πούμε ότι δεν έτυχε να συμπέσουμε. Δεν μπορούμε, όμως, πριν την αξιοποίηση της κάθε δυνατότητας μας, να ενοχοποιούμε την τύχη μας.
Η τύχη, αν πράγματι υπάρχει, βρίσκεται μετά το άθροισμα της ανάγκης και της θέλησης και αποτελεί το υπόλοιπο της περιρρέουσας δύναμης του Είναι: της δύναμης η οποία δεν έχει ακόμη ενταχθεί πλήρως στη ροή του γίγνεσθαι και δεν έχει έτσι βρει τη μορφή της. Επειδή αποτελεί μέρος μιας άτακτης δύναμης, συμβαίνει ακανόνιστα και επειδή δεν έχει μορφή, είναι ακαθόριστη. Η τύχη, όντας το μέρος του Λόγου που δεν έχει ακόμη εκφραστεί σε λόγο, είναι παράλογη.
Το αν όντως υπάρχει η τύχη σαν μία συνιστώσα της πραγματικότητας είναι άγνωστο, και δεν θα μπορέσουμε ποτέ να το μάθουμε, εκτός αν ο λόγος μας ταυτιστεί με τον Λόγο, για να βρει μετά αν υπάρχει χώρος για το παράλογο.
Επικαλούμενοι την τύχη, προσκαλούμε ανάμεσά μας το άγνωστο, κάτι που αγνοούμε παντελώς, άρα το κενό, επιτρέποντας, έτσι, την αβεβαιότητα να κυριεύσει τη δύναμή μας και να την καθηλώσει σε μία πέραν κάθε αναγκαιότητας κατακράτηση της θέλησης της, από τον φόβο μπροστά σε αυτό το παντελώς άγνωστο.
Δίνοντας στο παράλογο έναν λόγο που δεν του ανήκει, του παρέχουμε μία δυνατότητα που εκ των πραγμάτων δεν έχει. Όταν αποφεύγουμε την ευθύνη της θέλησής μας και δεν προσφεύγουμε στο πρακτέον, καθιστάμε αναπόφευκτο το αποφευκτέο (αυτό που δεν πρέπει να κάνουμε, το κακό = το κενό), προσδίδοντας του μια αναγκαιότητα που στερείται.
Η αναγκαιότητα αποτελεί το απαραίτητο ελάχιστό μας, αυτό που πρέπει πρώτα να φροντίσουμε για να μπορέσει κατόπιν η δύναμή μας και γίνει πλεόνασμα της θέλησης. Όταν εμείς τη μεγεθύνουμε προκειμένου να δικαιολογήσουμε την έλλειψη της θέλησής μας, αυτό που μεγαλώνουμε είναι κάτι το ελάχιστο και αυτό που προκαλούμε είναι την ελαχιστοποίησή μας.
No comments:
Post a Comment