Εφόσον ό,τι κάνουν οι άνθρωποι έχουν κάποιο λόγο να το κάνουν, τότε τι λόγος μου πέφτει εμένα να το σχολιάσω; Γιατί δεν ασχολούμαι με τον εαυτό μου και καταπιάνομαι με ερωτήματα γενικής φύσεως; Ποια ανησυχία με δικαιοδοτεί να μιλήσω εν ονόματι άλλου από εμένα; Τι είναι αυτό που με κάνει να αμφιβάλλω για τα πράγματα, αφού τα πράγματα έχουν όπως έχουν κι αν ήταν να είχαν αλλιώς θα είχαν αλλιώς; Τι παραπάνω να πει κανείς από αυτό;
Αν ό,τι φαίνεται είναι, τι ωφελεί να το συζητάμε;
Η απάντηση έρχεται από το συναίσθημα° το συναίσθημα της δυσφορίας. Το είδος της δυσφορίας που με οδηγεί στη συζήτηση γενικών θεμάτων δεν έχει να κάνει με κάποια προσωπική μου έλλειψη γιατί το αναγνωρίζω και στους άλλους. Άρα πηγάζει από αίτια βαθύτερα, από μία γενική συνθήκη που επηρεάζει τα άτομα και καθορίζει τη ψυχική τους διάθεση.
Αν η πραγματικότητα του ανθρώπου ήταν τέτοια που να τον έκανε να αισθάνεται πλήρης και αυτάρκης, τότε θα μπορούσαμε να δεχτούμε το αυταπόδεικτό της και να παραμερίσουμε κάθε ερώτημα και στοχασμό ως περιττό και άχρηστο. Από τη στιγμή που αυτό δεν συμβαίνει τότε η σκέψη υποχρεούται να κινηθεί για να καλύψει την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από την εκ-πλήρωσή του και η οποία του προκαλεί δυσφορία.
Το γεγονός ότι σε κάθε στιγμή όλα όσα συμβαίνουν αθροίζονται σε ένα όλον, όπου τίποτε δεν είναι περιττό κι όλα ισορροπούν μέσα σε αυτή τη στιγμή σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν σημαίνει αναγκαστικά και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Απόδειξη, το γεγονός της δυσφορίας του. Η έλλειψή του μπορεί μεν να "ολοκληρώνεται" {να απαντιέται, να εξισορροπείται} με το συναίσθημα της δυσφορίας (ώστε να έχουμε το σε-κάθε-στιγμή-ολοκληρωμένο-σύνολο), αλλά αυτό δεν βοηθά να αποδεχτούμε μία κατάσταση όπου ναι μεν όλα αθροίζονται σε ένα όλον, μόνο που μέρος του αθροίσματος είναι και η δυσαρέσκεια μας για τον τρόπο που αθροιζόμαστε σε αυτό.
Έτσι η σκέψη ή θα αναλάβει να λύσει δυναμικά το πρόβλημα της έλλειψης ή θα αδρανήσει αποδεχόμενη μία κατάσταση που εξισορροπεί τη στενοχώρια με το σύμπτωμα της, την αρρώστια.
Αν ό,τι φαίνεται είναι, αυτό δεν είναι αρκετό για να σωπάσουμε όταν το είναι μας νοιώθει ελλιπές κι αυτό φαίνεται.
Αν ό,τι φαίνεται είναι, τι ωφελεί να το συζητάμε;
Η απάντηση έρχεται από το συναίσθημα° το συναίσθημα της δυσφορίας. Το είδος της δυσφορίας που με οδηγεί στη συζήτηση γενικών θεμάτων δεν έχει να κάνει με κάποια προσωπική μου έλλειψη γιατί το αναγνωρίζω και στους άλλους. Άρα πηγάζει από αίτια βαθύτερα, από μία γενική συνθήκη που επηρεάζει τα άτομα και καθορίζει τη ψυχική τους διάθεση.
Αν η πραγματικότητα του ανθρώπου ήταν τέτοια που να τον έκανε να αισθάνεται πλήρης και αυτάρκης, τότε θα μπορούσαμε να δεχτούμε το αυταπόδεικτό της και να παραμερίσουμε κάθε ερώτημα και στοχασμό ως περιττό και άχρηστο. Από τη στιγμή που αυτό δεν συμβαίνει τότε η σκέψη υποχρεούται να κινηθεί για να καλύψει την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από την εκ-πλήρωσή του και η οποία του προκαλεί δυσφορία.
Το γεγονός ότι σε κάθε στιγμή όλα όσα συμβαίνουν αθροίζονται σε ένα όλον, όπου τίποτε δεν είναι περιττό κι όλα ισορροπούν μέσα σε αυτή τη στιγμή σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν σημαίνει αναγκαστικά και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Απόδειξη, το γεγονός της δυσφορίας του. Η έλλειψή του μπορεί μεν να "ολοκληρώνεται" {να απαντιέται, να εξισορροπείται} με το συναίσθημα της δυσφορίας (ώστε να έχουμε το σε-κάθε-στιγμή-ολοκληρωμένο-σύνολο), αλλά αυτό δεν βοηθά να αποδεχτούμε μία κατάσταση όπου ναι μεν όλα αθροίζονται σε ένα όλον, μόνο που μέρος του αθροίσματος είναι και η δυσαρέσκεια μας για τον τρόπο που αθροιζόμαστε σε αυτό.
Έτσι η σκέψη ή θα αναλάβει να λύσει δυναμικά το πρόβλημα της έλλειψης ή θα αδρανήσει αποδεχόμενη μία κατάσταση που εξισορροπεί τη στενοχώρια με το σύμπτωμα της, την αρρώστια.
Αν ό,τι φαίνεται είναι, αυτό δεν είναι αρκετό για να σωπάσουμε όταν το είναι μας νοιώθει ελλιπές κι αυτό φαίνεται.
No comments:
Post a Comment