Τι είναι απόλυτο και τι σχετικό;
Απόλυτο [εκ του "απολύω"] σημαίνει το απολελυμένο, το ελεύθερο και ανεξάρτητο. Σχετικό πάει να πει το ευρισκόμενο εν σχέσει. Η λέξη σχέση βγαίνει από το αρχαίο "σχείν" [απρφ. αορ. β' του έχω], επίρρημα του οποίου είναι το σχεδόν. Το σχετικό, λοιπόν, έχει να κάνει με το έχειν των πραγμάτων.
Τα πράγματα έχουν ως έχουν γιατί έτσι είναι° το έχειν των πραγμάτων είναι αποτέλεσμα του είναι τους, όπως και το φέρεσθαι είναι προϊόν της φοράς τους. Όταν το έχειν της ύπαρξης ταυτίζεται με το είναι της και γίνεται ένα με αυτό, η σχέση πληρούται, το σχεδόν τελειώνεται και βιώνεται το απόλυτο. Όταν η κίνηση των πραγμάτων τα έχει προωθήσει τόσο ώστε το γίγνεσθαι τους, ως προϊόν, να ολοκληρώνει τη γέννα τους, ως καταγωγή του γίγνεσθαι, τότε λαμβάνει χώρα το απόλυτο.
Αυτό που κινεί τα πράγματα είναι η απόλυση τους από τη στέρηση. Η επιδίωξη κάθε όντος είναι ο πλούτος τού έχειν του μέχρι τού είναι του, η πλήρωση της σχέσης του στο απόλυτο.
Το απόλυτο είναι η τέλεια σχέση, είναι η τελείωση και το τέλος της. Όντας το τέλειο, δεν έχει καμία άλλη ανάγκη πέραν του εαυτού του και είναι το μόνο ελεύθερο και ανεξάρτητο. Είναι «απολελυμένο» κάθε προβλήματος, διότι είναι η λύση του, και κάθε πρόβλημα αναζητεί τη λύση του σε αυτό.
Το σχετικό έχει ανάγκη του απόλυτου, ενώ το απόλυτο δεν έχει ανάγκη του σχετικού, αλλά είναι μάλλον το ζητούμενο του. Το απόλυτο δεν είναι σχετικό, αλλά το ξεπερνάει και το καθορίζει ως η βαθύτερη επιθυμία του - είναι η επιθυμία του σχετικού να ενωθεί με αυτό και να εκπληρώσει έτσι την ανάγκη του° είναι η προβολή της κάθε επιθυμίας.
Η συνάντηση του σχετικού με το απόλυτο σηματοδοτεί το τέλος της ενοχής [εκ του "εν-έχω" δηλ. βρίσκομαι ακόμη σε σχέση με το έχειν και όχι σε ταύτιση με το είναι] και την αρχή της αθωότητας. Η αθωότητα ενός όντος σημαίνει την ακεραιότητα του, την πλήρωση του στο απόλυτο, το ξεπέρασμα της έλλειψης. Η ενοχή είναι μία κατάσταση όπου το ον παραμένοντας εντός των ορίων τού έχειν και του σχετικού, δεν καταφέρνει να ανοιχτεί στο είναι και το απόλυτο° όντας στερημένο αυτού νοιώθει τη δυσφορία της έλλειψης του, (εξ' ου και η ενοχή λαμβάνεται ως ενόχληση).
Το ανθρώπινο ον όσο θα αποφεύγει να θέσει καθαρά το ζήτημα του απόλυτου και να το επιδιώξει, τόσο θα δυσφορεί από ενοχή. Όσο θα προσπαθεί να καλύψει λάθος την έλλειψη του με το να τη συγκαλύψει προσθέτοντας στο έχειν του αντί να το συνθέτει με το είναι του, τόσο θα την αναπαράγει. Όσο θα παραμένει μέσα στο σχετικό, τόσο θα του διαφεύγει η σχέση.
Η σχέση που σχετίζεται με τη σχέση - στον σχετικισμό - χάνει το νόημα της και γίνεται άσχετη. Το σχετικό που κλείνεται στον εαυτό του και δεν ανοίγεται στο απόλυτο, εγκλωβίζεται σε μια έλλειψη προοπτικής που προκαλεί την ασφυξία του. Ο σχετικισμός καθηλώνει τη σκέψη στην ανοησία.
Η ανοησία εμποδίζει τους ανθρώπους να συνεννοηθούν βάσει του κοινού τους σχεδίου, που δεν είναι άλλο από τη συνάντησή τους με το απόλυτο.
Η αποβλάκωση του σύγχρονου ανθρώπου είναι συχνά τέτοια που σε πολλούς διανοούμενους η αναφορά και μόνο στο απόλυτο προκαλεί την αποστροφή, μάλλον εξαιτίας της ταύτισής του με θρησκευτικές ιδεοληψίες. Φαίνεται ότι η σύγχρονη διανόηση έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί από τη φύση που δεν μπορεί να διακρίνει ότι το απόλυτο είναι ένα δεδομένο της, ότι είναι μία συνθήκη που πολλά όντα ήδη πληρούν (έχοντας ολοκληρώσει σε γενικές γραμμές την εξέλιξή τους), και επιμένει να το θεωρεί ως μία αποτρόπαια αφαίρεση, ένα μακάβριο εφεύρημα του νου. Φτάνει στο σημείο να το εκλαμβάνει ως συνώνυμο του θανάτου, τη στιγμή που είναι το κίνητρο της ζωής. Μπερδεύει το απόλυτο με μία κατάσταση ακινησίας, ενώ είναι αυτό που ευφορεί και εμψυχώνει την κάθε κίνηση.
Το απόλυτο δεν είναι μία κατάσταση αδιαφορίας, αλλά ζωτικού ενδιαφέροντος. Δεν σημαίνει αποχή από τη σχέση, αλλά διεκδίκηση της ολοκλήρωσης της. Η αποφυγή του συνεργεί στην αδικία και την ενοχή. Η προσφυγή σε αυτό και μόνο σε αυτό μπορεί να προκαλέσει την αποσυμφόρηση των ενδοανθρώπινων εντάσεων και να δώσει ώθηση στην εξέλιξη του ανθρώπου.
Όσο η ανθρώπινη σκέψη θα βουλιάζει από το βάρος ενός σωρού αποσπασματικών γνώσεων, τόσο ο άνθρωπος θα παραμένει κολλημένος στη φτώχεια. Όσο ο λόγος θα βρίσκεται σε λήθαργο και δεν θα γρηγορεί στο απόλυτο, η ολοκλήρωση της σχέσης μας σε αυτό θα παραμένει ένα άπιαστο όνειρο ή -για μερικούς- ένας εφιάλτης.
Όταν η γνώση δεν συνδράμει στο απόλυτο, καλλιεργεί την ενοχή.
Απόλυτο [εκ του "απολύω"] σημαίνει το απολελυμένο, το ελεύθερο και ανεξάρτητο. Σχετικό πάει να πει το ευρισκόμενο εν σχέσει. Η λέξη σχέση βγαίνει από το αρχαίο "σχείν" [απρφ. αορ. β' του έχω], επίρρημα του οποίου είναι το σχεδόν. Το σχετικό, λοιπόν, έχει να κάνει με το έχειν των πραγμάτων.
Τα πράγματα έχουν ως έχουν γιατί έτσι είναι° το έχειν των πραγμάτων είναι αποτέλεσμα του είναι τους, όπως και το φέρεσθαι είναι προϊόν της φοράς τους. Όταν το έχειν της ύπαρξης ταυτίζεται με το είναι της και γίνεται ένα με αυτό, η σχέση πληρούται, το σχεδόν τελειώνεται και βιώνεται το απόλυτο. Όταν η κίνηση των πραγμάτων τα έχει προωθήσει τόσο ώστε το γίγνεσθαι τους, ως προϊόν, να ολοκληρώνει τη γέννα τους, ως καταγωγή του γίγνεσθαι, τότε λαμβάνει χώρα το απόλυτο.
Αυτό που κινεί τα πράγματα είναι η απόλυση τους από τη στέρηση. Η επιδίωξη κάθε όντος είναι ο πλούτος τού έχειν του μέχρι τού είναι του, η πλήρωση της σχέσης του στο απόλυτο.
Το απόλυτο είναι η τέλεια σχέση, είναι η τελείωση και το τέλος της. Όντας το τέλειο, δεν έχει καμία άλλη ανάγκη πέραν του εαυτού του και είναι το μόνο ελεύθερο και ανεξάρτητο. Είναι «απολελυμένο» κάθε προβλήματος, διότι είναι η λύση του, και κάθε πρόβλημα αναζητεί τη λύση του σε αυτό.
Το σχετικό έχει ανάγκη του απόλυτου, ενώ το απόλυτο δεν έχει ανάγκη του σχετικού, αλλά είναι μάλλον το ζητούμενο του. Το απόλυτο δεν είναι σχετικό, αλλά το ξεπερνάει και το καθορίζει ως η βαθύτερη επιθυμία του - είναι η επιθυμία του σχετικού να ενωθεί με αυτό και να εκπληρώσει έτσι την ανάγκη του° είναι η προβολή της κάθε επιθυμίας.
Η συνάντηση του σχετικού με το απόλυτο σηματοδοτεί το τέλος της ενοχής [εκ του "εν-έχω" δηλ. βρίσκομαι ακόμη σε σχέση με το έχειν και όχι σε ταύτιση με το είναι] και την αρχή της αθωότητας. Η αθωότητα ενός όντος σημαίνει την ακεραιότητα του, την πλήρωση του στο απόλυτο, το ξεπέρασμα της έλλειψης. Η ενοχή είναι μία κατάσταση όπου το ον παραμένοντας εντός των ορίων τού έχειν και του σχετικού, δεν καταφέρνει να ανοιχτεί στο είναι και το απόλυτο° όντας στερημένο αυτού νοιώθει τη δυσφορία της έλλειψης του, (εξ' ου και η ενοχή λαμβάνεται ως ενόχληση).
Το ανθρώπινο ον όσο θα αποφεύγει να θέσει καθαρά το ζήτημα του απόλυτου και να το επιδιώξει, τόσο θα δυσφορεί από ενοχή. Όσο θα προσπαθεί να καλύψει λάθος την έλλειψη του με το να τη συγκαλύψει προσθέτοντας στο έχειν του αντί να το συνθέτει με το είναι του, τόσο θα την αναπαράγει. Όσο θα παραμένει μέσα στο σχετικό, τόσο θα του διαφεύγει η σχέση.
Η σχέση που σχετίζεται με τη σχέση - στον σχετικισμό - χάνει το νόημα της και γίνεται άσχετη. Το σχετικό που κλείνεται στον εαυτό του και δεν ανοίγεται στο απόλυτο, εγκλωβίζεται σε μια έλλειψη προοπτικής που προκαλεί την ασφυξία του. Ο σχετικισμός καθηλώνει τη σκέψη στην ανοησία.
Η ανοησία εμποδίζει τους ανθρώπους να συνεννοηθούν βάσει του κοινού τους σχεδίου, που δεν είναι άλλο από τη συνάντησή τους με το απόλυτο.
Η αποβλάκωση του σύγχρονου ανθρώπου είναι συχνά τέτοια που σε πολλούς διανοούμενους η αναφορά και μόνο στο απόλυτο προκαλεί την αποστροφή, μάλλον εξαιτίας της ταύτισής του με θρησκευτικές ιδεοληψίες. Φαίνεται ότι η σύγχρονη διανόηση έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί από τη φύση που δεν μπορεί να διακρίνει ότι το απόλυτο είναι ένα δεδομένο της, ότι είναι μία συνθήκη που πολλά όντα ήδη πληρούν (έχοντας ολοκληρώσει σε γενικές γραμμές την εξέλιξή τους), και επιμένει να το θεωρεί ως μία αποτρόπαια αφαίρεση, ένα μακάβριο εφεύρημα του νου. Φτάνει στο σημείο να το εκλαμβάνει ως συνώνυμο του θανάτου, τη στιγμή που είναι το κίνητρο της ζωής. Μπερδεύει το απόλυτο με μία κατάσταση ακινησίας, ενώ είναι αυτό που ευφορεί και εμψυχώνει την κάθε κίνηση.
Το απόλυτο δεν είναι μία κατάσταση αδιαφορίας, αλλά ζωτικού ενδιαφέροντος. Δεν σημαίνει αποχή από τη σχέση, αλλά διεκδίκηση της ολοκλήρωσης της. Η αποφυγή του συνεργεί στην αδικία και την ενοχή. Η προσφυγή σε αυτό και μόνο σε αυτό μπορεί να προκαλέσει την αποσυμφόρηση των ενδοανθρώπινων εντάσεων και να δώσει ώθηση στην εξέλιξη του ανθρώπου.
Όσο η ανθρώπινη σκέψη θα βουλιάζει από το βάρος ενός σωρού αποσπασματικών γνώσεων, τόσο ο άνθρωπος θα παραμένει κολλημένος στη φτώχεια. Όσο ο λόγος θα βρίσκεται σε λήθαργο και δεν θα γρηγορεί στο απόλυτο, η ολοκλήρωση της σχέσης μας σε αυτό θα παραμένει ένα άπιαστο όνειρο ή -για μερικούς- ένας εφιάλτης.
Όταν η γνώση δεν συνδράμει στο απόλυτο, καλλιεργεί την ενοχή.
No comments:
Post a Comment