Ο άνθρωπος δεν ψεύδεται εκ της φύσεως, αλλά εκ της θέσεως του. Ανάλογα σε ποια στιγμή του χρόνου είναι τοποθετημένος ψεύδεται περισσότερο ή λιγότερο. Αν κάποτε νοούσε ψευδώς τη γη ως ένα επίπεδο πάτωμα, τον ουρανό σαν την οροφή του και τον ήλιο σαν την λάμπα που το φωτίζει, το έκανε γιατί δεν είχε αντιληφθεί ακόμη την πραγματικότητα του χώρου του. Όταν τη διαπίστωσε τροποποίησε την άποψή του στην κατεύθυνση της αλήθειας και σταδιακά αυτό το ψέμα υποχώρησε.
Το ψεύδος το οφειλόμενο στη νόηση που δεν έχει προλάβει ακόμη να εννοήσει σαφώς την πραγματικότητα είναι το ακούσιο ψεύδος. Το ακούσιο ψεύδος είναι αναπόφευκτο από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν έχει ολοκληρώσει την κίνηση του προς το όλον του, αλλά τείνει ακόμη προς αυτό. Υπακούοντας σ'αυτήν την αναπόφευκτη τάση του το αναπόφευκτο ψεύδος αργά ή γρήγορα αποφεύγεται και το εμπόδιο που τον χωρίζει από την αλήθεια ξεπερνιέται.
Όταν, όμως, ενώ έχει εννοήσει αποφεύγει τον λόγο, όταν ενώ έχει καταλάβει αποφεύγει να πει, τότε έχουμε το εκούσιο ψεύδος. Το εκούσιο ψεύδος παγιδεύει τη θέληση και προέρχεται από την παγίδευση της. Δεν είναι αναγκαίο, με την έννοια ότι δεν είναι αναπόφευκτο, αλλά είναι εξαναγκασμένο και εξαναγκαστικό.
Ο εξαναγκασμός στο εκούσιο και αποφευκτέο ψεύδος δεν οφείλεται στη χρονική στιγμή της θέσης του ανθρώπου ως προς τη φύση, αλλά στην ενδοανθρώπινη συγκυρία. Δεν προέρχεται από τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο, αλλά από τη σχέση του ενός προς τον άλλο.
Η σχέση του ανθρώπου με την φύση τον οδηγεί αναπόφευκτα στην ολοκλήρωση της αλήθειας του και στην αποφυγή του ψεύδους, που τον χωρίζει από αυτήν. Η σχέση του ενός ανθρώπου ως προς τον άλλο όταν δεν αντιλαμβάνονται αλλήλους ως ζητούμενα της φύσης, δηλαδή ως θέσεις που αναζητούν την αλήθεια, τους καθηλώνει στο ψεύδος.
[ Ο σχετικισμός είναι η σχέση της θέσης ως προς τη θέση και όχι ως προς τη φύση. Ο σχετικισμός νομίζοντας τα πάντα ως πιθανά δίνει στην πιθανότητα του ψεύδους τη διάρκεια της βεβαιότητας.]
Το εκούσιο ψεύδος λαμβάνει χώρα και αποκτά διάρκεια γιατί εμείς του το επιτρέπουμε. Αν για το ακούσιο ψεύδος δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσουμε να προχωράμε στον κόσμο ερευνώντας τον, για το εκούσιο μπορούμε και πρέπει να πούμε αυτά που ήδη έχουμε βρει. Αν το ένα θέλει τον χρόνο του για να ξεπεραστεί, το άλλο είναι επείγον να αποκαλυφθεί τώρα, διότι ήδη το έχουμε αντιληφθεί.
Η καθυστέρηση {η υστέρηση} που δεν είναι εξ ανάγκης, αλλά από ενδοανθρώπινη επιλογή, κρατάει τη ζωή μας σε ένα κατώτερο επίπεδο φτώχειας {στέρησης} που δεν είναι αναγκαίο.
Αυτός που ξέρει και δεν λέει, αυτός που ενώ έχει εννοήσει δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του λόγου του, είναι υπεύθυνος γι' αυτό. Το γεγονός ότι αυτός έχει καταλάβει, ενώ οι άλλοι αγνοούν, δεν τον σώζει, ούτε τον κάνει προτιμότερο. Η κατ’ ιδίαν ολοκλήρωση είναι ιδιωτία και η εξυπνάδα που αυταρέσκεται γίνεται βλακεία. Η αποβλάκωση, όμως, είναι προϊόν του φόβου.
Στην περίπτωση της αποβλάκωσης (όπου κάποιος δεν είναι βλάκας, αλλά γίνεται, επειδή κάνει τον βλάκα), αυτός που γνωρίζει φοβάται να συγκρουστεί με την άγνοια των άλλων, που μπορεί να γίνει επιθετική αν ερεθιστεί. Πρέπει να καταλάβει, όμως, ότι το να το κρύβει κάποιος κάτι από τους υπόλοιπους δεν τον συν-φέρει, διότι δεν τον φέρει συν, δηλαδή μαζί, σε ενότητα. Το να αποκρύβεις κάτι για να προστατεύσεις το άτομο σου αναιρεί την ίδια την ανάγκη σου να ενωθείς με τον άλλο και να πληρωθείς ως ταυτότητα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να λάβεις υπόψη την αδυναμία του άλλου να κινηθεί ανάλογα προς τα σένα, ούτε σημαίνει ότι όλοι είναι έτοιμοι να ακούσουν αυτό που πρέπει να πεις. Αν δεν το πεις, όμως, εσύ που το ξέρεις, ποιος θα το πει; Αν δεν κάνεις εσύ που έχεις την δύναμη της γνώσης το πρώτο βήμα ποιος θα κινηθεί; Εσύ και μόνον εσύ που γνωρίζεις μπορείς και πρέπει.
Το ψεύδος το οφειλόμενο στη νόηση που δεν έχει προλάβει ακόμη να εννοήσει σαφώς την πραγματικότητα είναι το ακούσιο ψεύδος. Το ακούσιο ψεύδος είναι αναπόφευκτο από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν έχει ολοκληρώσει την κίνηση του προς το όλον του, αλλά τείνει ακόμη προς αυτό. Υπακούοντας σ'αυτήν την αναπόφευκτη τάση του το αναπόφευκτο ψεύδος αργά ή γρήγορα αποφεύγεται και το εμπόδιο που τον χωρίζει από την αλήθεια ξεπερνιέται.
Όταν, όμως, ενώ έχει εννοήσει αποφεύγει τον λόγο, όταν ενώ έχει καταλάβει αποφεύγει να πει, τότε έχουμε το εκούσιο ψεύδος. Το εκούσιο ψεύδος παγιδεύει τη θέληση και προέρχεται από την παγίδευση της. Δεν είναι αναγκαίο, με την έννοια ότι δεν είναι αναπόφευκτο, αλλά είναι εξαναγκασμένο και εξαναγκαστικό.
Ο εξαναγκασμός στο εκούσιο και αποφευκτέο ψεύδος δεν οφείλεται στη χρονική στιγμή της θέσης του ανθρώπου ως προς τη φύση, αλλά στην ενδοανθρώπινη συγκυρία. Δεν προέρχεται από τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο, αλλά από τη σχέση του ενός προς τον άλλο.
Η σχέση του ανθρώπου με την φύση τον οδηγεί αναπόφευκτα στην ολοκλήρωση της αλήθειας του και στην αποφυγή του ψεύδους, που τον χωρίζει από αυτήν. Η σχέση του ενός ανθρώπου ως προς τον άλλο όταν δεν αντιλαμβάνονται αλλήλους ως ζητούμενα της φύσης, δηλαδή ως θέσεις που αναζητούν την αλήθεια, τους καθηλώνει στο ψεύδος.
[ Ο σχετικισμός είναι η σχέση της θέσης ως προς τη θέση και όχι ως προς τη φύση. Ο σχετικισμός νομίζοντας τα πάντα ως πιθανά δίνει στην πιθανότητα του ψεύδους τη διάρκεια της βεβαιότητας.]
Το εκούσιο ψεύδος λαμβάνει χώρα και αποκτά διάρκεια γιατί εμείς του το επιτρέπουμε. Αν για το ακούσιο ψεύδος δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσουμε να προχωράμε στον κόσμο ερευνώντας τον, για το εκούσιο μπορούμε και πρέπει να πούμε αυτά που ήδη έχουμε βρει. Αν το ένα θέλει τον χρόνο του για να ξεπεραστεί, το άλλο είναι επείγον να αποκαλυφθεί τώρα, διότι ήδη το έχουμε αντιληφθεί.
Η καθυστέρηση {η υστέρηση} που δεν είναι εξ ανάγκης, αλλά από ενδοανθρώπινη επιλογή, κρατάει τη ζωή μας σε ένα κατώτερο επίπεδο φτώχειας {στέρησης} που δεν είναι αναγκαίο.
Αυτός που ξέρει και δεν λέει, αυτός που ενώ έχει εννοήσει δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του λόγου του, είναι υπεύθυνος γι' αυτό. Το γεγονός ότι αυτός έχει καταλάβει, ενώ οι άλλοι αγνοούν, δεν τον σώζει, ούτε τον κάνει προτιμότερο. Η κατ’ ιδίαν ολοκλήρωση είναι ιδιωτία και η εξυπνάδα που αυταρέσκεται γίνεται βλακεία. Η αποβλάκωση, όμως, είναι προϊόν του φόβου.
Στην περίπτωση της αποβλάκωσης (όπου κάποιος δεν είναι βλάκας, αλλά γίνεται, επειδή κάνει τον βλάκα), αυτός που γνωρίζει φοβάται να συγκρουστεί με την άγνοια των άλλων, που μπορεί να γίνει επιθετική αν ερεθιστεί. Πρέπει να καταλάβει, όμως, ότι το να το κρύβει κάποιος κάτι από τους υπόλοιπους δεν τον συν-φέρει, διότι δεν τον φέρει συν, δηλαδή μαζί, σε ενότητα. Το να αποκρύβεις κάτι για να προστατεύσεις το άτομο σου αναιρεί την ίδια την ανάγκη σου να ενωθείς με τον άλλο και να πληρωθείς ως ταυτότητα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να λάβεις υπόψη την αδυναμία του άλλου να κινηθεί ανάλογα προς τα σένα, ούτε σημαίνει ότι όλοι είναι έτοιμοι να ακούσουν αυτό που πρέπει να πεις. Αν δεν το πεις, όμως, εσύ που το ξέρεις, ποιος θα το πει; Αν δεν κάνεις εσύ που έχεις την δύναμη της γνώσης το πρώτο βήμα ποιος θα κινηθεί; Εσύ και μόνον εσύ που γνωρίζεις μπορείς και πρέπει.
No comments:
Post a Comment