Saturday, January 7, 2023

Γενέθλια ή/και ονομαστικές γιορτές

(Μέρα που'ναι)
Στην Ελλάδα η επέτειος των γενεθλίων εισήχθη μεταπολεμικά και διαδόθηκε σταδιακά έτσι που σήμερα να επηρεάζει το 80% της επικράτειας, αφού ένα 20% έχει ακόμη προπολεμικές αναφορές και αναγνωρίζει βασικά τις ονομαστικές γιορτές σαν επετείους των προσφιλών του ατόμων, επιδεικνύοντας αδιαφορία για το δυτικό έθιμο των γενεθλίων. 
Τα γενέθλια, παλιά, ήταν παραδομένα στη λήθη, έτσι που πολλοί δεν ήξεραν ακριβώς ποια ημερομηνία να δηλώσουν στην έκδοση των ταυτοτήτων τους, και έλεγαν στο περίπου. Άλλωστε τα ξεγεννούσε η μαμή στο σπίτι (αν δεν προέκυπταν στο χωράφι), και δεν δηλωνόταν πάραυτα. Τα άτομα δεν έδιναν σημασία στο πότε γεννήθηκαν αλλά στο όνομα του Αγίου ή του προγόνου που τους δόθηκε. Αν ήταν τυχερά και είχαν Άγιο και μάλιστα διάσημο, τότε τα τιμούσαν στις ονομαστικές τους γιορτές. Αν δεν είχαν, κανείς δεν έδινε σημασία. Άλλωστε, η σημασία του ατόμου ήταν περιορισμένη μπροστά σε αυτήν της φαμίλιας, της φάρας, του έθνους, κλπ. 
Μαζί με τον εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας αναδείχθηκε η σημασία του ατόμου και του χρόνου, που ξεκινούσε από τη στιγμή που γεννήθηκε αυτό, και εορταζόταν στα γενέθλιά του, σταθερά προσθετικά, με αυξανόμενα κεράκια ανά έτος. Μια γιορτή του προστιθέμενου και αυξανόμενου χρόνου ενάντια στην κυκλικότητα των ονομαστικών εορτών, που δεν μετριόταν αριθμητικά. Η εξέλιξη ενάντια στην επανάληψη. Η πρόοδος ενάντια στην παράδοση. 
Βέβαια, η εισαγωγή του χρόνου προκαλεί άγχος στο άτομο. Ο χρόνος περνάει και αυτό πρέπει να τον προλάβει. Η εξέλιξη είναι απαιτητική. Η πρόοδος προκλητική. 
Οι Έλληνες που δεν θέλουν να ζορίζονται, αποφάσισαν να το κρατήσουν δίπορτο εορτάζοντας αμφότερες τις επετείους, έστω κι αν αυτό απαιτεί διπλά "χρόνια πολλά" κατ' άτομο.
(Αφιερωμένο στη μισή Ελλάδα που γιορτάζει τ' Αη Γιαννιού)

Tuesday, September 18, 2007

"Εισαγωγή σε βασικές έννοιες για την ερμηνεία της πραγματικότητας"

Έτσι είχα ονομάσει το 1994 τη συγγραφή των σκέψεων μου γύρω από βασικές έννοιες-κλειδιά, που με βοήθησαν να καταλάβω πράγματα τα οποία δεν καταλάβαινα με τη μέχρι τότε αναρχομαρξιστική μου κατάρτιση.

Τις βγάζω σε μπλόγκ τώρα γιατί μπορεί να βοηθήσουν και άλλους να καταλάβουν κάποια πράγματα παραπάνω από αυτά που ήδη έχουν αντιληφθεί.

Θα ήταν πολύ χρήσιμα, επίσης, τα σχόλια όσων μπορούν να συμβάλλουν στην περαιτέρω λειτουργική αποσαφήνιση αυτών των εννοιών, όπως παρουσιάζονται εδώ, αν και πολλές αποσαφηνίζονται στο συστηματικότερο σύγγραμμα που ακολούθησε, τις "Υποθέσεις Γενικής Θεωρίας"

(Όσοι θέλουν να "κατεβάσουν" τα κείμενα για να τα τυπώσουν και να τα διαβάσουν καλύτερα, μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί μου μέσω του email που θα βρουν στο profile)

1. Πρόλογος

Εφόσον ό,τι κάνουν οι άνθρωποι έχουν κάποιο λόγο να το κάνουν, τότε τι λόγος μου πέφτει εμένα να το σχολιάσω; Γιατί δεν ασχολούμαι με τον εαυτό μου και καταπιάνομαι με ερωτήματα γενικής φύσεως; Ποια ανησυχία με δικαιοδοτεί να μιλήσω εν ονόματι άλλου από εμένα; Τι είναι αυτό που με κάνει να αμφιβάλλω για τα πράγματα, αφού τα πράγματα έχουν όπως έχουν κι αν ήταν να είχαν αλλιώς θα είχαν αλλιώς; Τι παραπάνω να πει κανείς από αυτό;

Αν ό,τι φαίνεται είναι, τι ωφελεί να το συζητάμε;

Η απάντηση έρχεται από το συναίσθημα° το συναίσθημα της δυσφορίας. Το είδος της δυσφορίας που με οδηγεί στη συζήτηση γενικών θεμάτων δεν έχει να κάνει με κάποια προσωπική μου έλλειψη γιατί το αναγνωρίζω και στους άλλους. Άρα πηγάζει από αίτια βαθύτερα, από μία γενική συνθήκη που επηρεάζει τα άτομα και καθορίζει τη ψυχική τους διάθεση.

Αν η πραγματικότητα του ανθρώπου ήταν τέτοια που να τον έκανε να αισθάνεται πλήρης και αυτάρκης, τότε θα μπορούσαμε να δεχτούμε το αυταπόδεικτό της και να παραμερίσουμε κάθε ερώτημα και στοχασμό ως περιττό και άχρηστο. Από τη στιγμή που αυτό δεν συμβαίνει τότε η σκέψη υποχρεούται να κινηθεί για να καλύψει την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από την εκ-πλήρωσή του και η οποία του προκαλεί δυσφορία.

Το γεγονός ότι σε κάθε στιγμή όλα όσα συμβαίνουν αθροίζονται σε ένα όλον, όπου τίποτε δεν είναι περιττό κι όλα ισορροπούν μέσα σε αυτή τη στιγμή σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν σημαίνει αναγκαστικά και την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Απόδειξη, το γεγονός της δυσφορίας του. Η έλλειψή του μπορεί μεν να "ολοκληρώνεται" {να απαντιέται, να εξισορροπείται} με το συναίσθημα της δυσφορίας (ώστε να έχουμε το σε-κάθε-στιγμή-ολοκληρωμένο-σύνολο), αλλά αυτό δεν βοηθά να αποδεχτούμε μία κατάσταση όπου ναι μεν όλα αθροίζονται σε ένα όλον, μόνο που μέρος του αθροίσματος είναι και η δυσαρέσκεια μας για τον τρόπο που αθροιζόμαστε σε αυτό.

Έτσι η σκέψη ή θα αναλάβει να λύσει δυναμικά το πρόβλημα της έλλειψης ή θα αδρανήσει αποδεχόμενη μία κατάσταση που εξισορροπεί τη στενοχώρια με το σύμπτωμα της, την αρρώστια.

Αν ό,τι φαίνεται είναι, αυτό δεν είναι αρκετό για να σωπάσουμε όταν το είναι μας νοιώθει ελλιπές κι αυτό φαίνεται.

Monday, September 17, 2007

2. Εγώ και ο άλλος εσύ

Αυτό που με δικαιοδοτεί να μιλήσω εξ ονόματος άλλου από εμένα δεν είναι μόνον η κοινότητα μιας γενικής δυσφορίας, αλλά και η συνάρτηση της ίδιας της ευφορίας μου με τον άλλον εσένα.

Η αντίληψη ότι κάθε άτομο αποτελεί μία ξεχωριστή μονάδα που μπορεί να ολοκληρώσει την ταυτότητά του κατ' ιδίαν και να εκπληρωθεί από μόνο του, αγνοεί τις απαραίτητες συνδέσεις του ατόμου με τους άλλους που χρειάζεται για να εξασφαλίσει από τις στοιχειώδεις ανάγκες του μέχρι την εκπλήρωση των επιθυμιών του.

Αν η ευφορία του κάθε ατόμου χωριστά μετριέται από τον βαθμό που αυτό κατακτά την ταυτότητά του και νοιώθει μοναδικό, η μοναδικότητα αυτή έχει ανάγκη από τον άλλον και θέλει τη σύγκλιση με αυτόν για να επιτευχθεί.

3. Ο λόγος και η πράξη

Σε τι χρειάζεται όμως ο λόγος και γιατί η πράξη από μόνη της δεν είναι αρκετή;

Κατ' αρχήν, στο ανθρώπινο ον καμία πράξη δεν πάει από μόνη της και πάντα συνοδεύεται από τον λόγο, (είτε προηγούμενου αυτής, είτε επόμενου). Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος είναι έλλογο όν. Όποια αντίθετη ερμηνεία ξεχωρίζει το ένα από τα δύο ως προτιμότερο, τον διαχωρίζει από την ίδια την φύση του. Άλλωστε, ο ίδιος ο λόγος είναι για τον άνθρωπο ένα είδος θεωρητικής πράξης.

Κάθε πράξη έχει, φανερά ή κρυφά, το αντίστοιχό της ανά-λογο. Ακόμα και η πιο σκοτεινή αναζητεί τη δικαίωση της στον λόγο, τη δικαιολόγηση της.

Η θεωρία είναι ο τρόπος που βλέπουμε {θεωρούμε} τα πράγματα και όπως τα βλέπουμε κινούμαστε σε αυτά, προχωρούμε σε πράξη. Η απουσία της θεωρίας μοιάζει με το απόλυτο σκοτάδι όπου κάθε κίνηση καθίσταται αδύνατη. Μπορούμε να προχωρήσουμε μόνο ως εκεί που μπορούμε να διακρίνουμε, έστω και αμυδρά, έστω κι όσο έχουμε απλώς την υποψία του χώρου. Πέραν αυτού, τίποτα.

Ο άνθρωπος θεωρεί {διακρίνει} μέσω του λόγου και διακρίνεται από τα άλλα όντα μέσω αυτού. Ακόμη και όταν του συμβαίνουν γεγονότα απρόβλεπτα που δοκιμάζουν την κρίση του, όταν σκοντάφτει σε πράγματα που δεν τα έχει υπολογίσει σωστά, κινητοποιεί πάλι τον μηχανισμό του λόγου για να καταλάβει το λάθος του.

Όσο πιο γρήγορα κινείται αυτός ο μηχανισμός μέχρι του σημείου να λειτουργεί αυτόματα και να εννοεί ταυτόχρονα το συμβάν (την ώρα που συμβαίνει), τόσο ο άνθρωπος εξοικειώνεται με αυτό. Αλλιώς αισθάνεται απόσταση από τα πράγματα και τις πράξεις του° κάτι που αναιρεί τη φορά του προς ολοκλήρωση, προς ταυτότητα λόγων και έργων, προς ενότητα με τον άλλο, (είτε αυτός ο άλλος είναι ένας άλλος άνθρωπος, είτε ο υπόλοιπος κόσμος).

Η ευφορία μας εξαρτάται από τη σύγκλιση της πρακτικής μας με τη φυσική μας ροπή-φορά για την πλήρως έλλογη πράξη. Όσο τη φέρουμε καλώς (= ευ), τόσο ευ-φορούμαστε.

Η εγρήγορση του λόγου εξυπηρετεί τη ψυχική μας ανάγκη για ενότητα, ενώ ο λήθαργος του αντιφάσκει με αυτή και μας διχάζει παράγοντας δυσφορία.

4. Η ενότητα και η ψυχή

Όταν κάποιος πεθαίνει, λέμε ότι έφυγε η ψυχή του. Η ψυχή είναι η ανάσα της ζωής° χωρίς αυτήν η φλόγα της ζωής σβήνει και χάνεται σαν καπνός.

Ο θάνατος είναι ο απόλυτος χωρισμός, ένα οριστικό διαζύγιο του σώματος από το πνεύμα, τα οποία η ζωή μέσω της ψυχής τα ζευγαρώνει σε ένα, όπως η πνοή του αέρα συζευγνύει το ξύλο με τη φωτιά.

Η ψυχή είναι η ενότητα του σώματος και του πνεύματος και εκδήλωση της είναι η ίδια η ζωή.

Αν η ζωή είναι μία μέθη-μέθεξη σώματος και πνεύματος, η ψυχή είναι το ποτό τους° είναι αυτό που τα κάνει να ρέουν το ένα στο άλλο σε ένα ποιητικό κελάρυσμα. Η ψυχή είναι η ποίηση της ενότητας και η ζωή το ποίημα της.

Η ζωή γεννάται και η ψυχή παρουσιάζεται όταν δύο σώματα ορμώμενα από τη διάθεση της ενότητας, το ερωτικό πνεύμα, συνευρίσκονται σε ένα: τη στιγμή που το σπερματοζωάριο και το ωάριο ενώνονται, η ζωή παίρνει θέση και η ψυχή λαμβάνει χώρα.

Είμαστε προϊόν της ενότητας και αυτό το ξέρει η ψυχή μας. Όταν το πνεύμα αγνοεί αυτή την αλήθεια και την υπολογίζει αλλιώς, όταν το σώμα πράττει διαφορετικά από αυτήν, τότε η ψυχή δυσφορεί.

Η δυσφορία από την επίμονη έλλειψη της ενότητας προκαλεί αρρώστια. Η αρρώστια μάς υποδεικνύει έγκαιρα τον θάνατο ως αυτό πού είναι, ως τον απόλυτο χωρισμό° είναι η υπόμνηση του. Η αρρώστια είναι ένα παράδειγμα χωρισμού.

5. Ο λόγος: αιτία χωρισμού και μέσο ενότητας

Ποιος όμως θέλει το κακό του; Κανείς. Τότε τι συμβαίνει με τον άνθρωπο και δεν πράττει το συμφέρον του; Αν η ενότητα είναι η μόνη δυνατότητα γιατί δεν φέρεται ανάλογα;

Το ανθρώπινο ον βρίσκεται καθοδόν προς την ολοκλήρωσή του° δεν την κατέχει ακόμη. Τείνει προς αυτήν και οδηγείται από την αναγκαιότητά της. Αν υστερεί, αυτό οφείλεται στο ότι δεν την έχει αναγνωρίσει ακόμη, στο ότι δεν την έχει εννοήσει αρκούντως. Μπορεί το άλλα γήινα όντα να έχουν βρει την ακεραιότητά τους, όπου τίποτε δεν διαφεύγει της αναγκαιότητας που τα γεννά, αλλά το ανθρώπινο ον (σχετικά πρόσφατο παράγωγο της εξέλιξης στη γη), έχει να ολοκληρώσει αυτό που το (ξε)χωρίζει από εκείνα: τον λόγο.

Η έλλειψη του ανθρώπου προέρχεται από τον ίδιο τον πλούτο του. Ο λόγος τον πλουτίζει και του δίνει μία πλεονεκτική θέση μέσα στη φύση, αλλά αυτό το πλεόνασμα δεν διατίθεται πάντα σωστά. Ο λόγος είναι μία καινούργια δύναμη της φύσης και το ον που την κατέχει δεν έχει βρει ακόμη τον τρόπο να τη διαθέσει αρμονικά σε σχέση με αυτήν και τον εαυτό του.

Η δύναμη αυτού του όντος τού παρέχει την ελευθερία να βούλεται και να αποφασίζει σε ένα ευρύ πεδίο επιλογών. Αυτή η ελευθερία, όμως, περιέχει και τη δυνατότητα του λάθους, η δύναμη εμπεριέχει και την αυθάδειά της. Αυτό που μπορεί να τη συγκρατήσει και να αποτρέψει το λάθος είναι η ψυχή.

Η ψυχή ως λειτουργία της ενότητας παρεμβαίνει δυσφορούμενη σε κάθε χωριστική αυθάδεια του λόγου κάνοντας το σώμα να υποφέρει.

Το σώμα είναι το μέρος της φύσης μας, που οργανωμένο απαρέγκλιτα πάνω στις επιταγές της, δεν μπορεί να δεχθεί καμία παράβαση τους, καμία ψυχική δυσλειτουργία, χωρίς να αντιδράσει αρνητικά. Αν ο λόγος είναι το ζωικό μας πλεόνασμα, το σώμα είναι το απαράβατο ζωικό μας υπόλειμμα. Αν ο λόγος παρέχει ελευθερία, το σώμα συνιστά αναγκαιότητα. Κάθε παράβαση της ακολουθίας τους τιμωρείται από τη ψυχή και επειδή η ευθύνη της παράβασης δεν μπορεί να ανήκει στο σώμα, αφού δεν έχει την ελευθερία να τη διαπράξει, πρέπει να αναζητηθεί στον λόγο.

Αυτό λοιπόν που φταίει και ο άνθρωπος δεν πράττει πάντα ορθά είναι γιατί δεν σκέφτεται πάντα σωστά. Αν πρέπει να κάνει κάτι ο άνθρωπος για να προσεγγίσει την ολοκλήρωσή του αρμονικά, πρέπει κυρίως και πρωτίστως να αποκαταστήσει την ορθότητα της σκέψης του.

6. Ο λόγος και ο Λόγος, το υπάρχω και το Είναι

Στον βαθμό που η σκέψη του ανθρώπου συλλαμβάνει το σχέδιο της πραγματοποίησής του και το σώμα του κινείται σύμφωνα με αυτό, στον ίδιο βαθμό ο άνθρωπος ευφορεί {φέρει καλώς –ευ} την ολοκλήρωσή του.

Η σκέψη είναι παράγωγο του σχεδίου° ο ανθρώπινος λόγος είναι προϊόν του συμπαντικού Λόγου, έχει προέλθει από αυτόν και σ' αυτόν απευθύνεται. {Αν γράφουμε "Λόγος", διπλασιάζοντας το αρχικό λ σε Λ κεφαλαίο, το κάνουμε γιατί ο Λόγος είναι ο λόγος του λόγου}.

Ο Λόγος, όντας ο λόγος ύπαρξης του κάθε τι, είναι η Αρχή κάθε μορφής του Είναι, κάθε ύπαρξης° ο Λόγος είναι το Είναι.

Η ετυμολογία της λέξης "ύπαρξη" δηλώνει την καταγωγή της όποιας μορφής από την ίδια την αρχή των πάντων, δηλαδή τον Λόγο. Υπάρχω σημαίνει είμαι υπό μίας αρχής. Το "υπό" σηματοδοτεί την υποταγή στην τάξη του Λόγου, όχι την υποταγή σε μία ανώτερη τάξη πραγμάτων, αλλά στην πραγματικότητα της ίδιας της τάξης των πραγμάτων.

Η τάση κάθε ύπαρξης είναι η σύνταξή της με το Είναι και η ταύτιση με αυτό. Όταν αυτή της η πρόθεση πραγματοποιείται, τότε και η πρόθεση "υπό" πέφτει σαν ώριμος καρπός από το σώμα της λέξης "ύπαρξη" και αυτή γίνεται ένα με το Είναι, δηλαδή την Αρχή. Όταν η τάση εκδηλώνεται πλήρως, η υπο-ταγή {εκ του «υπο-τάσσομαι»} ενηλικιώνεται σε τάξη.

Αν λέμε "υπάρχω" (στην ενεργητική φωνή) και όχι "υπάρχομαι" (στην παθητική) είναι γιατί το ρήμα της ύπαρξης μάς καλεί σε ενέργεια ταύτισης κι όχι σε πάθηση υποταγής, μας παρακινεί σε συνάντηση με την Αρχή, μας άγει στην καταγωγή μας.

7. Η κατεύθυνση

Η ύπαρξη, οδηγούμενη από την ανάγκη της ενότητας (τη ψυχή), τείνει προς το Είναι και ο λόγος αναζητεί τον λόγο του, τον Λόγο. Η σκέψη ξεδιπλώνεται μέχρι να συλλάβει το όλον της και να ολοκληρωθεί εννοώντας το. Πρόθεση της σκέψης είναι η πλήρης εννόηση όσων είναι προορισμένη να εννοήσει από τον Λόγο {Νου} του παντός. {Η ολοκλήρωση της πρόθεσης "εν" αναβαθμίζει την εν-νόηση σε νόηση προάγοντας τη ψυχική διά-θεση σε θέση της ψυχής}.

Ο άνθρωπος, (το έλλογο ον), κινείται αναγκαστικά στην κατεύθυνση ενός σχεδίου που προηγείται αυτού και που τον έχει παράγει. Αν ο Λόγος είχε κάποιο λόγο να παράγει τον λόγο, (δηλαδή τον άνθρωπο), ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά παρά να τον εκπληρώσει.

Η μόνη δυνατή επιλογή είναι η συμμόρφωση με την Αρχή (Λόγο) κάθε μορφής. Εφόσον ο λόγος του λόγου είναι η εννόηση, η μόνη δυνατή πορεία είναι η περάτωσή της. Κάθε παρέκκλιση από την μόνη δυνατότητα, κάθε παρα-λογισμός, τιμωρείται ως αδυναμία, ως ασθένεια.

Οτιδήποτε εμποδίζει τη σκέψη να κινηθεί βάσει του σχεδίου της, οτιδήποτε τη συγκρατεί από την απαρέγκλιτη φορά της, εκλύει δυσφορία. Κάθε παραβίαση της λογικής ακολουθίας προκαλεί βία και καταστροφή. Η απόκλιση μας από το μόνο συμφέρον {αυτό που μας φέρει μαζί -συν, σε ενότητα κι όχι χωρισμό} γίνεται συμφορά.

Η ελευθερία του ανθρώπου είναι μια δύναμη που προέρχεται από τη δυνατότητα του λόγου και εξαντλείται στον ορισμό του° όταν τον παραβαίνει, χάνει το νόημα της ως δύναμη {ρώμη} και τιμωρείται ως αρρώστια {έλλειψη ρώμης}.

Πριν από τον ορισμό του λόγου, η ελευθερία είναι η βούληση του ορισμού του. Η ελευθερία έχει μία και μόνη κατεύθυνση, την ολοκλήρωση της βούλησης, δηλαδή της σκέψης.* Δεν παρέχει τη δυνατότητα κάθε είδους επιλογών, αλλά τη δυνατότητα εξεύρεσης της μίας και μοναδικής.

Όταν η σκέψη εκπληρώσει το σχέδιό της και η βούληση γίνει ένα με την ανάγκη, τότε η ελευθερία θα’χει κάνει το χρέος της. Αυτό που εμποδίζει τον άνθρωπο να ακολουθήσει την αλήθεια δεν είναι η ελευθερία της βούλησης, αλλά ο εξαναγκασμός της στο ψεύδος.


* Στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις "βούλομαι" και "σκέφτομαι" έχουν σχέση συνωνυμίας.

8. Η αλήθεια και το ψεύδος

Το ανθρώπινο ον κινείται αναγκαστικά προς την αλήθεια του, τη χώρα της τελείωσής του, την επικράτεια του Λόγου.

Η λέξη "α-λήθεια", (από το στερητικό α και την λέξη λήθη>λάθος>λανθάνω), σημαίνει την αιωνιότητα του Λόγου δηλ. την αέναη, αλάθητη ροή του, όπου καμία λήθη δεν την εμποδίζει να ρέει από το πριν στο μετά, γιατί όλα είναι τώρα. Κανένα κενό μνήμης δεν μεσολαβεί ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, γιατί όλα είναι παρόν.

Η αλήθεια είναι ο παλμός του Λόγου, είναι το μέτρο και ο ρυθμός του.

Η ζωή του ανθρώπου πάλλεται στον ρυθμό της ψυχής του και η ψυχή του ευρυθμεί συντονιζόμενη με το μέτρο του λόγου της, του Λόγου, δηλαδή συντονιζόμενη με την αλήθεια. Ο άνθρωπος κινείται αναγκαστικά προς την αλήθεια γιατί τον οδηγεί σ' αυτήν η ίδια η ψυχή του.

Όταν ο παλμός της ψυχής εμποδίζεται, όταν η ροή της προς την αλήθεια - την αέναη ροή του Λόγου - ανακόπτεται, τότε έχουμε την αρρώστια ως το παράγωγο του στερητικού α και της λέξης ρώομαι (ρώμη)>ρέω.

Αυτό που εμποδίζει τον άνθρωπο από την ψυχική του ευρωστία είναι το ψεύδος.

Το ψεύδος μεσολαβεί ανάμεσα σε αυτόν και την αλήθεια εμποδίζοντας τη ροή του προς αυτήν. Η ροή, όμως, είναι γεγονός. Το ψεύδος μπορεί να φράσει το γίγνεσθαι, δεν μπορεί όμως να το διακόψει. Αν επιμείνει σε αυτό, τότε το φράγμα του μοιραία θα γκρεμιστεί σκορπίζοντας την καταστροφή. Η καταστροφή, όπως και η αρρώστια, είναι αποτελέσματα του γίγνεσθαι που έχει εμποδιστεί, είναι παράγωγα της αλήθειας που έχει ψευδισθεί.

Η αλήθεια δεν είναι το αντίθετο του ψεύδους, δεν είναι της ίδιας τάξης με αυτό° είναι ανώτερη του γιατί το ξεπερνάει. Η αλήθεια είναι η ίδια η τάξη του κόσμου.

Το ψέμα μπορεί να ψευδίζει την αλήθεια (και όχι να τη διαψεύδει), αλλά ποτέ η αλήθεια δεν θα επαληθεύσει ένα ψέμα.

Όπως όλα έχουν θέση μέσα στον κόσμο έχει και το ψέμα. Το ψέμα είναι η ελλιπής θέση, η θέση που δεν έχει τελειωθεί σε φύση. Το ψέμα είναι μία υπό-θέση.

Αν ο κόσμος επιτρέπει το ψέμα είναι γιατί έχει επιτρέψει στον εαυτό του την πολυτέλεια να έχει τον άνθρωπο. Την ίδια στιγμή, όμως, που του έδωσε την ελευθερία να δοκιμάζει διάφορες υποθέσεις (θέτοντας σε δοκιμασία την ίδια την λογική συνοχή του), του την περιόρισε στην ανάγκη να βρει οπωσδήποτε τη σωστή θέση, αυτή που θα τον οδηγήσει από την υπό-θεση στη μόνη βεβαιωμένη θέση, δηλαδή τη φύση.

Ο λόγος διακρίνει το ανθρώπινο ον από τα άλλα όντα και το κάνει το εκ-λεκτό όν. Η ελευθερία τού δίνει τη δυνατότητα εκλογής. Το ψέμα είναι μία λάθος εκλογή, μία εκλογή που δεν είναι έλλογη. Η μη έλλογη εκλογή τον διαχωρίζει από την φύση, αντί να τον διακρίνει μέσα σ' αυτή, και από εκλεκτό μοναδικό ον τον εξορίζει στη μοναχικότητα.

Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ° είναι το μέρος του εαυτού μας που υπακούει μόνο στην φυσική ανάγκη και είναι οργανωμένο σύμφωνα με τις επιταγές της. Εκεί, λοιπόν, που πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη του ψεύδους είναι στο πνεύμα - στον νου. Αν φταίει κάτι είναι η λανθάνουσα χρήση του νου, η λάθος εννόηση, ο ελλιπής λόγος.

9. Το ακούσιο και το εκούσιο ψεύδος

Ο άνθρωπος δεν ψεύδεται εκ της φύσεως, αλλά εκ της θέσεως του. Ανάλογα σε ποια στιγμή του χρόνου είναι τοποθετημένος ψεύδεται περισσότερο ή λιγότερο. Αν κάποτε νοούσε ψευδώς τη γη ως ένα επίπεδο πάτωμα, τον ουρανό σαν την οροφή του και τον ήλιο σαν την λάμπα που το φωτίζει, το έκανε γιατί δεν είχε αντιληφθεί ακόμη την πραγματικότητα του χώρου του. Όταν τη διαπίστωσε τροποποίησε την άποψή του στην κατεύθυνση της αλήθειας και σταδιακά αυτό το ψέμα υποχώρησε.

Το ψεύδος το οφειλόμενο στη νόηση που δεν έχει προλάβει ακόμη να εννοήσει σαφώς την πραγματικότητα είναι το ακούσιο ψεύδος. Το ακούσιο ψεύδος είναι αναπόφευκτο από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν έχει ολοκληρώσει την κίνηση του προς το όλον του, αλλά τείνει ακόμη προς αυτό. Υπακούοντας σ'αυτήν την αναπόφευκτη τάση του το αναπόφευκτο ψεύδος αργά ή γρήγορα αποφεύγεται και το εμπόδιο που τον χωρίζει από την αλήθεια ξεπερνιέται.

Όταν, όμως, ενώ έχει εννοήσει αποφεύγει τον λόγο, όταν ενώ έχει καταλάβει αποφεύγει να πει, τότε έχουμε το εκούσιο ψεύδος. Το εκούσιο ψεύδος παγιδεύει τη θέληση και προέρχεται από την παγίδευση της. Δεν είναι αναγκαίο, με την έννοια ότι δεν είναι αναπόφευκτο, αλλά είναι εξαναγκασμένο και εξαναγκαστικό.

Ο εξαναγκασμός στο εκούσιο και αποφευκτέο ψεύδος δεν οφείλεται στη χρονική στιγμή της θέσης του ανθρώπου ως προς τη φύση, αλλά στην ενδοανθρώπινη συγκυρία. Δεν προέρχεται από τη σχέση του ατόμου με τον κόσμο, αλλά από τη σχέση του ενός προς τον άλλο.

Η σχέση του ανθρώπου με την φύση τον οδηγεί αναπόφευκτα στην ολοκλήρωση της αλήθειας του και στην αποφυγή του ψεύδους, που τον χωρίζει από αυτήν. Η σχέση του ενός ανθρώπου ως προς τον άλλο όταν δεν αντιλαμβάνονται αλλήλους ως ζητούμενα της φύσης, δηλαδή ως θέσεις που αναζητούν την αλήθεια, τους καθηλώνει στο ψεύδος.

[ Ο σχετικισμός είναι η σχέση της θέσης ως προς τη θέση και όχι ως προς τη φύση. Ο σχετικισμός νομίζοντας τα πάντα ως πιθανά δίνει στην πιθανότητα του ψεύδους τη διάρκεια της βεβαιότητας.]

Το εκούσιο ψεύδος λαμβάνει χώρα και αποκτά διάρκεια γιατί εμείς του το επιτρέπουμε. Αν για το ακούσιο ψεύδος δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσουμε να προχωράμε στον κόσμο ερευνώντας τον, για το εκούσιο μπορούμε και πρέπει να πούμε αυτά που ήδη έχουμε βρει. Αν το ένα θέλει τον χρόνο του για να ξεπεραστεί, το άλλο είναι επείγον να αποκαλυφθεί τώρα, διότι ήδη το έχουμε αντιληφθεί.

Η καθυστέρηση {η υστέρηση} που δεν είναι εξ ανάγκης, αλλά από ενδοανθρώπινη επιλογή, κρατάει τη ζωή μας σε ένα κατώτερο επίπεδο φτώχειας {στέρησης} που δεν είναι αναγκαίο.

Αυτός που ξέρει και δεν λέει, αυτός που ενώ έχει εννοήσει δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του λόγου του, είναι υπεύθυνος γι' αυτό. Το γεγονός ότι αυτός έχει καταλάβει, ενώ οι άλλοι αγνοούν, δεν τον σώζει, ούτε τον κάνει προτιμότερο. Η κατ’ ιδίαν ολοκλήρωση είναι ιδιωτία και η εξυπνάδα που αυταρέσκεται γίνεται βλακεία. Η αποβλάκωση, όμως, είναι προϊόν του φόβου.

Στην περίπτωση της αποβλάκωσης (όπου κάποιος δεν είναι βλάκας, αλλά γίνεται, επειδή κάνει τον βλάκα), αυτός που γνωρίζει φοβάται να συγκρουστεί με την άγνοια των άλλων, που μπορεί να γίνει επιθετική αν ερεθιστεί. Πρέπει να καταλάβει, όμως, ότι το να το κρύβει κάποιος κάτι από τους υπόλοιπους δεν τον συν-φέρει, διότι δεν τον φέρει συν, δηλαδή μαζί, σε ενότητα. Το να αποκρύβεις κάτι για να προστατεύσεις το άτομο σου αναιρεί την ίδια την ανάγκη σου να ενωθείς με τον άλλο και να πληρωθείς ως ταυτότητα.


Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να λάβεις υπόψη την αδυναμία του άλλου να κινηθεί ανάλογα προς τα σένα, ούτε σημαίνει ότι όλοι είναι έτοιμοι να ακούσουν αυτό που πρέπει να πεις. Αν δεν το πεις, όμως, εσύ που το ξέρεις, ποιος θα το πει; Αν δεν κάνεις εσύ που έχεις την δύναμη της γνώσης το πρώτο βήμα ποιος θα κινηθεί; Εσύ και μόνον εσύ που γνωρίζεις μπορείς και πρέπει.

10. Ο φόβος, ο αποφευκτέος και ο αναπόφευκτος

Ο φόβος μάς κρατάει σε απόσταση από το άλλο εκείνο που η προσέγγισή του και μόνο μας τρέπει σε φυγή. {"Φόβος" εκ του "φέβομαι": τρέπομαι εις φυγήν.}

Κάθε άλλο έξω από τον εαυτό μας είναι κάτι ξένο° όταν το ξένο εκλαμβάνεται ως εχθρικό νιώθουμε να μάς απειλεί. Το εχθρικό που θεωρείται ικανό να πραγματοποιήσει την απειλή του, προξενεί φόβο. Αν το ξένο θωρείται προσπελάσιμο, δηλαδή προσεγγίσιμο, ο εαυτός μας ανοίγεται στη φιλοξενία του ικανοποιώντας τη ψυχική του ανάγκη για οικειότητα-ενότητα με το άλλο.

Το άτομο επιδιώκει την ενότητά του με το άλλο, αλλά το φοβάται διωκόμενο μακριά του όταν αυτό το άλλο μπορεί να διαλύσει την ίδια την ατομική του ενότητα και να το καταστρέψει.

Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως γενναίος γιατί η ίδια η γέννα του {"γενναίος" εκ του "γέννα"} τον οδηγεί στην ενότητα, αφού εξ αυτής έχει προέλθει. Υπακούοντας, λοιπόν, στην ίδια τη φύση του, μπορεί να ξεπεράσει τον φόβο. Εφόσον η θέση του υστερεί της φύσης του, φοβάται. Η πρόοδος του, η προσέγγιση της θέσης του στη φύση του, τον ξεφοβίζει και κάνει το ψέμα να υποχωρεί.

Το ανθρώπινο ον κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να προοδεύσει και να μην απειλείται άμεσα από τα άλλα όντα γιατί φέρθηκε με γενναιότητα, σύμφωνα με την ίδια του τη γέννα. Η γέννα του σημαίνει τη γέννηση του έλλογου όντος. Το ανθρώπινο ον γίνεται γενναίο φερόμενο έλλογα.

Αυτό που δυσκολεύει τον λόγο-γενναιότητα να κινηθεί σε ενότητα-αλήθεια, αυτό που τον χωρίζει από αυτήν, είναι το ψέμα-φόβος.

Το ψέμα που οφείλεται στον φόβο της φύσης ξεπερνιέται μέσω της ίδιας της γενναίας φύσης του ανθρώπου και σταδιακά υποχωρεί. Ο φόβος αυτός δικαιολογείται ως φυσικός και ακριβώς επειδή δικαιο-λογείται ξεπερνιέται μέσω της ίδιας της φυσικής κίνησης του λόγου προς το δίκαιο και αληθές. Το εκ της φύσεως ψεύδισμα {ψεύδος} υποχωρεί στην ανάγκη μας να αρθρώσουμε τέλεια το σύμφωνο της αλήθειας.

Το ψέμα που οφείλεται στον φόβο του άλλου ανθρώπου είναι αδικαιολόγητο ως προς την φύση και αποκτάει διάρκεια λόγω μίας θέσης που επιμένει να αγνοεί αυτή τη φύση και να φοβάται αφύσικα. Αν εννοήσουμε ο ένας τον άλλο ως προς την φύση του κι όχι ως προς την θέση του, ο φόβος αυτός υποχωρεί ως μη αναγκαίος και αναπόφευκτος.

Από τη στιγμή που ο καθένας μας φοβάται ούτως ή άλλως δικαιολογημένα, το να φοβάται ο ένας τον άλλο είναι άδικο. Ο άδικος φόβος είναι το ενδοανθρώπινο κρύμμα* , είναι αυτό που μας στερεί-κρύβει την αλήθεια και τον πλούτο της, χωρίς να είναι αναγκαίο.

Ο φόβος του ενός προς τον άλλο, δηλαδή ο φόβος του φόβου, γίνεται τρόμος και σπέρνει αδικαιολόγητο πανικό. Το ψεύδισμα γίνεται τραύλισμα και τρεμούλα της αλήθειας. Στο κράτος του τρόμου, (του φόβου που έχει αποκτήσει μίαν υπερβολική ισχύ διπλασιάζοντας τον εαυτό του σαν φόβος του φόβου), βασιλεύει η αδικία και το ψέμα.

Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, αυτό που προηγείται κάθε άλλης προσπάθειας, είναι να απελευθερώσουμε τη θέληση μας από τον μη αναγκαίο φόβο, από τον εξαναγκασμό της στο εκούσιο ψεύδος° σ' αυτό το ψεύδος που όντας εκούσιο-θεληματικό την ακυρώνει σαν θέληση και μας υποβιβάζει σαν ανθρώπινη βούληση, δηλαδή σαν σκέψη.

Αν θέλουμε τον πλούτο, πρέπει να ξεπεράσουμε αυτό που μας στερεί την αναζήτησή του στον κόσμο, πρέπει να ξεπεράσουμε το εμπόδιο που βάζει ο ένας στον άλλο καθηλώνοντας τον στην αναίτια και άδικη φτώχεια. Έχοντας πριν από όλα διανύσει την απόσταση που μας χωρίζει από φόβο μεταξύ μας, μπορούμε μετά να ανοιχτούμε με φόβο και δέος, αλλά όχι τρόμο και πανικό, στην αναζήτηση του απόλυτου που θα μας ολοκληρώσει.

Αν το μεταξύ μας προηγείται και έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος είναι γιατί, ενώ ο φόβος μας ως προς την φύση έχει τώρα πια λιγοστέψει, ο μεταξύ μας φόβος και η μοναξιά έχουν περισσέψει.

* Δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος αλλά για συνειδητή παρέμβαση στη διατύπωση της λέξης ως «κρύμμα» εκ του κρύπτω και όχι ως κρίμα.

11. Ο θάνατος

Όπως το ψέμα δεν μπορεί να είναι αντίθετο της αλήθειας, έτσι και ο θάνατος δεν είναι αντίθετος της ζωής, αλλά μέρος της.

Ο θάνατος δεν μπορεί να διαψεύσει την αλήθεια της ζωής γιατί δεν έχει την δύναμη να τεθεί αντί αυτής και ξεπερνιέται από την ορμή της. Το φράγμα του είναι προσωρινό και αδύναμο να διακόψει τη ροή του γίγνεσθαι° είναι μόνο μία παύση στον παλμό της αιωνιότητας και της αλήθειας, ως ύμνου της αιωνιότητας του Λόγου - ο θάνατος είναι οι "παύσεις" αυτού του ύμνου.

Μπορεί να είναι ο απόλυτος χωρισμός για το άτομο (το είδος), οριστικοποιώντας την οριστική διάζευξη της ειδικής του ενότητας, αλλά είναι σχετικός στο σύνολο των ατόμων (το γένος τους). Η απώλεια της ειδικής παρουσίας των ατόμων ενός γένους (του ανθρωπίνου γένους, εδώ), δεν σημαίνει και την απώλεια του γένους, αλλά, μάλλον, την ενδυνάμωσή του με μια νέα παρουσία.

Ο θάνατος είναι αναγκαίος από την άποψη της ανανέωσης των ειδών του γένους° επιτρέπει την επανατοποθέτηση του γένους σε νέες δυνατές μορφές. Εξυπηρετώντας τη δύναμη του γένους διευκολύνει τη ροή του γίγνεσθαι και γι'αυτό ακριβώς τον λόγο λέμε ότι είναι μέρος της ζωής° είναι το φράγμα που δεν διακόπτει το ρεύμα του Είναι, αλλά το συγκεντρώνει.

Ο θάνατος συγκεντρώνει το ρεύμα του Είναι γιατί το επαναφέρει στο κέντρο {το συν-κεντρώνει} εκ του οποίου έχει προέλθει, το επαναφέρει δηλαδή στη γέννα του και την επιτρέπει να ξαναεκδηλωθεί. Κάνοντας τόπο στη νέα ζωή, φανερώνει μέσα από τον χωρισμό του είδους την ενότητα του γένους και αποκαλύπτει το γεγονός της ζωής επιτρέποντας το να επαναληφθεί. Η κυκλικότητα του θανάτου μάς υπενθυμίζει το κέντρο της ζωής και μας επαναφέρει στην τροχιά αυτού ακριβώς του κέντρου.

Ο θάνατος δεν διαψεύδει τη ζωή, αλλά την επαληθεύει. Δεν διακόπτει τον ρυθμό της, αλλά είναι η παύση που τον δυναμώνει. Η εκπνοή του είναι μέρος της ζωικής ανάσας.

Τότε γιατί αυτός ο τρόμος του θανάτου; Γιατί ο άνθρωπος τον νομίζει ως κάτι το τόσο φοβερό που συχνά να τον εκλαμβάνει ως τη μόνη αλήθεια;*

Όταν το άτομο δεν θεωρεί τον εαυτό του ως μέρος του όλου, αλλά αντίθετο με αυτό, τότε και ο θάνατος θεωρείται ως το αντίθετο της ζωής. Ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο αισθάνεται κατώτερο του όλου, τότε ο θάνατος γίνεται ανώτερος όλων και η μόνη αλήθεια. Αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό μας υποδεέστερο, δίνουμε στον θάνατο ένα τρομαχτικό δέος.

Πρόκειται προφανώς για μία λάθος εννόηση, για έλλειψη λόγου, για την παρεμβολή του ψεύδους. Στο βαθμό που το ψεύδος είναι ακούσιο, ο θάνατος θεωρείται ως κάτι αναπόφευκτο και ο φόβος του θανάτου παίρνει τη φυσική του διάσταση. Στην περιοχή του εκούσιου ψεύδους ο θάνατος είναι αποφευκτέος και ακριβώς επειδή είναι αδύνατον να αποφευχθεί, γίνεται το γεγονός του τρομαχτικό.

Ο φυσικός θάνατος είναι δικαιολογημένος από τη ζωή° είναι μέρος της ακολουθίας της και εξυπηρετεί τη δυναμική της συνέχεια. Το ανθρώπινο ον κινούμενο ως προς τη φύση του κατανοεί βαθμηδόν την ενότητα του με το Όλον, (αφού, προς αυτή την ενότητα τείνει η ψυχή του και ο λόγος του αναζητεί τον Λόγο), κάνοντας το ακούσιο ψεύδος σιγά-σιγά να υποχωρήσει. Έτσι και ο φόβος του θανάτου υποχωρεί μπροστά στη γενναιότητα της ζωής ή, για να το πούμε κι αλλιώς, ο φόβος του θανάτου παρακινεί στη ζωή.

Όταν, όμως, ο άνθρωπος εμποδίζεται να κινηθεί ως προς τη φύση του και εξαναγκάζεται σε μία θέση διαχωρισμένη από αυτήν, τότε το χωρισμένο από την ενότητα της φύσης άτομο νοιώθει τον θάνατο ως αντίθετο της ζωής, επειδή αντιλαμβάνεται το μέρος του ως αντίθετο του όλου. Οι δύο πόλοι της ζωής - γένεση και θάνατος - εκλαμβάνονται ως δυισμός ζωής και θανάτου, όπου το ένα αναιρεί το άλλο αλληλοεξουδετερώνοντας το. Η γενναιότητα αναστέλλεται από τον φόβο, ο λόγος παγιδεύεται στο ψέμα και δεν καταφέρνει να το ξεπεράσει.

Στην περίπτωση που ο άνθρωπος όχι μόνο δεν κινείται ως προς τη φύση του, αλλά υποχωρεί κι άλλο από αυτή, προωθώντας αφύσικες θέσεις, ο θάνατος πλεονάζει σε φόβο σκορπίζοντας τον τρόμο. Σ' αυτήν την περίπτωση δεν είναι καν αντίθετος της ζωής, είναι ανώτερος αυτής και το ψέμα πολλαπλασιάζεται γονιμοποιημένο από τον φόβο.

Το άτομο που υποχωρεί από τη φύση του παίρνοντας μία θέση ελάχιστη ως προς αυτήν, υποβιβάζει το μέρος που του ανήκει στο σύνολο, επιτρέποντας συνάμα ένα άλλο άτομο, ένα άλλο μέρος, να αναπτυχθεί πέραν του δέοντος. Η μειονεξία του υποχωρητικού ατόμου χρηματοδοτεί την πλεονεξία κάποιου άλλου και η δειλία του οπλίζει το θράσος. Ο τρόμος του μειονεκτικού ατόμου για τον θάνατο μεταφράζεται στην αυθάδεια του πλεονεκτικού ότι μπορεί και να τον αποφύγει**. Και οι δύο παίζουν το παιχνίδι του.

Ο κατακερματικός επιμερισμός {υπερβολή του μέρους = πλεονεξία του ατόμου = ατομικισμός} συνεργεί στη βασιλεία του θανάτου και στο κράτος του ψεύδους. Έτσι, ο άνθρωπος-μέρος έχει σήμερα την υπερβολική δύναμη να απειλεί τη φύση-όλον, θέτοντας σε κίνδυνο το ίδιο του το γένος.

Το εκούσιο ψεύδος επιτρέπει τον μη αναγκαίο θάνατο.

Το μόνο ον που μπορεί να σκοτώσει χωρίς αναγκαίο λόγο είναι ο άνθρωπος. Αυτό συμβαίνει όταν ο λόγος του έχει διαμορφωθεί χωρισμένος από την αναγκαιότητα, όταν έχει υποστεί ένα ψέμα και έχει αποδεχθεί μία έλλειψη που δεν είναι αναγκαία εκ των πραγμάτων. Η μη αναγκαία έλλειψη, αλλά η εξαναγκασμένη από την πλεονεξία ενός άλλου ανθρώπου, επιτρέπει τον αδικαιολόγητο θάνατο, τον άδικο φόνο του άλλου, (είτε αυτός είναι ένας άνθρωπος, είτε ένα άλλο ον).

Εφόσον η ανθρώπινη συνθήκη επιτρέπει την αδικία, ο θάνατος θα παραμένει ο φόβος και ο τρόμος της ζωής. Όσο ο άνθρωπος θα αποφεύγει την αλήθεια του, ο θάνατος θα παρουσιάζεται ως η μόνη αλήθεια. Όταν ο Λόγος αποτρέπεται από σημείο αναφοράς του λόγου, τότε παρακολουθούμε ένα θρίλερ παράλογων χαμών και καταστροφών, όπως την καταστροφή της ίδιας της φύσης που μας δίνει ζωή.

Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν οι παράλογες εξοντώσεις από τον άνθρωπο είναι η επείγουσα αποκάλυψη του εκούσιου, κοινωνικού, ενδοανθρώπινου ψεύδους. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την έγκαιρη κινητοποίηση του λόγου, με την εγρήγορση του εναντίον του λάθους και της λήθης. Κάθε λησμονιά του όλου, κάθε υποχώρηση του ατόμου στον ατομικισμό, συνεργεί στην καταστροφή.

Για να ξυπνήσει ο λόγος από τη νάρκη του, για να ξεκολλήσει από το βάλτωμα του και να απεγκλωβιστεί από την τρομολαγνεία του θανάτου, πρέπει να σταματήσει να βαραίνει από τη συσσώρευση μιας γνώσης επιμερισμένης στο σχετικό και ειδικό, και να επανέλθει στο ζήτημα του απόλυτου.


* Παράδειγμα το τραγούδι "Όλα Είναι Ένα Ψέμα" ενώπιον του Χάρου.

** Όπως προσπαθεί να αποφύγει και το γήρας.

12. Το απόλυτο και το σχετικό

Τι είναι απόλυτο και τι σχετικό;

Απόλυτο [εκ του "απολύω"] σημαίνει το απολελυμένο, το ελεύθερο και ανεξάρτητο. Σχετικό πάει να πει το ευρισκόμενο εν σχέσει. Η λέξη σχέση βγαίνει από το αρχαίο "σχείν" [απρφ. αορ. β' του έχω], επίρρημα του οποίου είναι το σχεδόν. Το σχετικό, λοιπόν, έχει να κάνει με το έχειν των πραγμάτων.

Τα πράγματα έχουν ως έχουν γιατί έτσι είναι° το έχειν των πραγμάτων είναι αποτέλεσμα του είναι τους, όπως και το φέρεσθαι είναι προϊόν της φοράς τους. Όταν το έχειν της ύπαρξης ταυτίζεται με το είναι της και γίνεται ένα με αυτό, η σχέση πληρούται, το σχεδόν τελειώνεται και βιώνεται το απόλυτο. Όταν η κίνηση των πραγμάτων τα έχει προωθήσει τόσο ώστε το γίγνεσθαι τους, ως προϊόν, να ολοκληρώνει τη γέννα τους, ως καταγωγή του γίγνεσθαι, τότε λαμβάνει χώρα το απόλυτο.

Αυτό που κινεί τα πράγματα είναι η απόλυση τους από τη στέρηση. Η επιδίωξη κάθε όντος είναι ο πλούτος τού έχειν του μέχρι τού είναι του, η πλήρωση της σχέσης του στο απόλυτο.

Το απόλυτο είναι η τέλεια σχέση, είναι η τελείωση και το τέλος της. Όντας το τέλειο, δεν έχει καμία άλλη ανάγκη πέραν του εαυτού του και είναι το μόνο ελεύθερο και ανεξάρτητο. Είναι «απολελυμένο» κάθε προβλήματος, διότι είναι η λύση του, και κάθε πρόβλημα αναζητεί τη λύση του σε αυτό.

Το σχετικό έχει ανάγκη του απόλυτου, ενώ το απόλυτο δεν έχει ανάγκη του σχετικού, αλλά είναι μάλλον το ζητούμενο του. Το απόλυτο δεν είναι σχετικό, αλλά το ξεπερνάει και το καθορίζει ως η βαθύτερη επιθυμία του - είναι η επιθυμία του σχετικού να ενωθεί με αυτό και να εκπληρώσει έτσι την ανάγκη του° είναι η προβολή της κάθε επιθυμίας.

Η συνάντηση του σχετικού με το απόλυτο σηματοδοτεί το τέλος της ενοχής [εκ του "εν-έχω" δηλ. βρίσκομαι ακόμη σε σχέση με το έχειν και όχι σε ταύτιση με το είναι] και την αρχή της αθωότητας. Η αθωότητα ενός όντος σημαίνει την ακεραιότητα του, την πλήρωση του στο απόλυτο, το ξεπέρασμα της έλλειψης. Η ενοχή είναι μία κατάσταση όπου το ον παραμένοντας εντός των ορίων τού έχειν και του σχετικού, δεν καταφέρνει να ανοιχτεί στο είναι και το απόλυτο° όντας στερημένο αυτού νοιώθει τη δυσφορία της έλλειψης του, (εξ' ου και η ενοχή λαμβάνεται ως ενόχληση).

Το ανθρώπινο ον όσο θα αποφεύγει να θέσει καθαρά το ζήτημα του απόλυτου και να το επιδιώξει, τόσο θα δυσφορεί από ενοχή. Όσο θα προσπαθεί να καλύψει λάθος την έλλειψη του με το να τη συγκαλύψει προσθέτοντας στο έχειν του αντί να το συνθέτει με το είναι του, τόσο θα την αναπαράγει. Όσο θα παραμένει μέσα στο σχετικό, τόσο θα του διαφεύγει η σχέση.

Η σχέση που σχετίζεται με τη σχέση - στον σχετικισμό - χάνει το νόημα της και γίνεται άσχετη. Το σχετικό που κλείνεται στον εαυτό του και δεν ανοίγεται στο απόλυτο, εγκλωβίζεται σε μια έλλειψη προοπτικής που προκαλεί την ασφυξία του. Ο σχετικισμός καθηλώνει τη σκέψη στην ανοησία.

Η ανοησία εμποδίζει τους ανθρώπους να συνεννοηθούν βάσει του κοινού τους σχεδίου, που δεν είναι άλλο από τη συνάντησή τους με το απόλυτο.

Η αποβλάκωση του σύγχρονου ανθρώπου είναι συχνά τέτοια που σε πολλούς διανοούμενους η αναφορά και μόνο στο απόλυτο προκαλεί την αποστροφή, μάλλον εξαιτίας της ταύτισής του με θρησκευτικές ιδεοληψίες. Φαίνεται ότι η σύγχρονη διανόηση έχει τόσο πολύ απομακρυνθεί από τη φύση που δεν μπορεί να διακρίνει ότι το απόλυτο είναι ένα δεδομένο της, ότι είναι μία συνθήκη που πολλά όντα ήδη πληρούν (έχοντας ολοκληρώσει σε γενικές γραμμές την εξέλιξή τους), και επιμένει να το θεωρεί ως μία αποτρόπαια αφαίρεση, ένα μακάβριο εφεύρημα του νου. Φτάνει στο σημείο να το εκλαμβάνει ως συνώνυμο του θανάτου, τη στιγμή που είναι το κίνητρο της ζωής. Μπερδεύει το απόλυτο με μία κατάσταση ακινησίας, ενώ είναι αυτό που ευφορεί και εμψυχώνει την κάθε κίνηση.

Το απόλυτο δεν είναι μία κατάσταση αδιαφορίας, αλλά ζωτικού ενδιαφέροντος. Δεν σημαίνει αποχή από τη σχέση, αλλά διεκδίκηση της ολοκλήρωσης της. Η αποφυγή του συνεργεί στην αδικία και την ενοχή. Η προσφυγή σε αυτό και μόνο σε αυτό μπορεί να προκαλέσει την αποσυμφόρηση των ενδοανθρώπινων εντάσεων και να δώσει ώθηση στην εξέλιξη του ανθρώπου.

Όσο η ανθρώπινη σκέψη θα βουλιάζει από το βάρος ενός σωρού αποσπασματικών γνώσεων, τόσο ο άνθρωπος θα παραμένει κολλημένος στη φτώχεια. Όσο ο λόγος θα βρίσκεται σε λήθαργο και δεν θα γρηγορεί στο απόλυτο, η ολοκλήρωση της σχέσης μας σε αυτό θα παραμένει ένα άπιαστο όνειρο ή -για μερικούς- ένας εφιάλτης.

Όταν η γνώση δεν συνδράμει στο απόλυτο, καλλιεργεί την ενοχή.

13. Το ζήτημα της γνώσης

Πολλές φορές η γνώση παρομοιάζεται με δέντρο και ονομάζουμε το σύστημά της ως "δέντρο της γνώσης". Για να καταλάβουμε τον τρόπο που είναι οργανωμένο αυτό το σύστημα, θα εξετάσουμε την γνώση ως προς το ίδιο το δέντρο.

Ο άνθρωπος έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων πάνω στο γεγονός του δέντρου, σε σημείο να μπορεί να παρεμβαίνει σ' αυτό και να το τροποποιεί κατά τη βούληση του. Η γνώση του σχετικά με το δέντρο αποκτήθηκε κυρίως μέσω της επιδίωξης να το χειριστεί προς όφελος του. Έτσι ό,τι έχει μάθει αφορά κατά κύριο λόγο την πρακτική του χρησιμότητα.

Την ίδια στιγμή που γνωρίζει σχεδόν τα πάντα για την πρακτικότητα του δέντρου, η πραγματικότητά του συνεχίζει να του διαφεύγει. Όσο και αν έχει αντιληφθεί τα επιμέρους στοιχεία του δέντρου, το ίδιο του το είναι τού παραμένουν ασύλληπτα.

Γνωρίζοντας το μέρος τού διαφεύγει το όλον. Αν η φορά της ανθρώπινης γνώσης είναι να εννοήσει το όλον και να ορίσει τον εαυτό της σε σχέση με αυτό, η παραμονή της στην ανάλυση του μερικού την καθυστερεί από τον στόχο της.

Ο άνθρωπος διαφέρει από τα άλλα όντα όχι ως προς τη δυνατότητά του να χειριστεί το δέντρο προς συμφέρον του, (κι αυτά το κάνουν), αλλά ως προς την ικανότητα του να το εννοήσει. Αυτό που τον κάνει διαφορετικό είναι ότι μπορεί να μεταφέρει το γεγονός του δέντρου στη νόηση και να βρει εκεί το εννοιολογικό του αντίστοιχο. Έτσι μπορεί να δώσει μία λέξη για το δέντρο ή μία εικόνα-ζωγραφιά του. Επειδή ακριβώς μπορεί να το μεταφέρει ως έννοια, μπορεί κατά συνέπεια να το μεταφυτέψει και σαν πράξη.

Όταν η διαδικασία της μεταφοράς εξαντλείται σε ένα μέρος των πραγμάτων, αδυνατεί να μεταφέρει τη σκέψη στην ολότητά τους και κατά συνέπεια να πράξει ανάλογα με αυτήν. Η γνώση που αναλίσκεται στον τεμαχισμό των πραγμάτων κρύβει το είναι τους αντί να το φανερώνει και αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο, που χάνεται μέσα σε αυτά.

Η φύση μέσω του ανθρωπίνου γένους της αναζητεί τη μεταφορά της στον λόγο. Ο άνθρωπος παρήχθη από την ανάγκη της να επαναληφθεί σαν λέξη, να συνοδευτεί σαν τραγούδι και στίχος. Το ανθρώπινο ον είναι προϊόν της μοναξιάς της φύσης, που μέσω αυτού αναζήτησε τη συντροφιά της. Το ον αυτό μπορεί να φερθεί σύμφωνα με τη φυσική του αναγκαιότητα και να αποδώσει ποιητικά τον κόσμο ή μπορεί να παραφωνήσει με αυτήν και να τον προδώσει φερόμενος καταχρηστικά.

Η φύση, δίνοντας τη δύναμη του λόγου στον άνθρωπο, πήρε κάποιο ρίσκο° μία παράλογη χρήση αυτής της δύναμης θα μπορούσε να την απειλήσει. Πήρε όμως και κάποια μέτρα: κρατώντας τον αναπόσπαστο μέρος της ολότητάς της και εξαρτώμενο από αυτήν, κάθε τραύμα που ο άνθρωπος θα της προκαλεί, να πληγώνει και τον ίδιο.

Όταν ο άνθρωπος γνωρίζει τα πράγματα μόνο ως προς το δικό του όφελος και παραγνωρίζει την ενότητα του με αυτά, αγνοεί το πραγματικό του συμφέρον. Αν νομίζει ότι ο κόσμος έχει φτιαχτεί για να εξυπηρετήσει τον ίδιο, αυταπατάται.

Όταν η δύναμη του λόγου προσπαθεί να υποτάξει τα άλλα όντα στην εξουσία της ψεύδεται. Μπορεί να υποτάξει τις επιμέρους εκδηλώσεις τους, αλλά όχι το βαθύτερο τους νόημα και τη ψυχή τους. Η γνώση που κινείται σχετικά, μόνο ως προς το έχειν των πραγμάτων και όχι ως προς το είναι τους, μαθαίνει μόνο τη μισή αλήθεια και ψεύδεται στην ολότητα της. Το μισό της α-λήθειας είναι η λήθη και η σχετική γνώση αχρηστεύεται στο ψέμα και στη λησμονιά της καταγωγής της. Ξεχνώντας να εννοήσει το σημείο εκκίνησης των πραγμάτων, (άρα και το δικό της), ακινητοποιείται.

Η συσσώρευση της σχετικής γνώσης δίνει τη ψευδαίσθηση της κίνησης της, ενώ απλώς έχουμε μία ποιητική στασιμότητα συνοδευόμενη από ένα τεχνολογικό πληθωρισμό. Το πράγμα σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ κρυμμένο από μία πληθώρα τεχνικών γνώσεων και η ερμηνεία του γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Τόμοι προστίθενται πάνω σε τόμους και κάνουν το βιβλίο της φύσης τόσο δυσανάγνωστο που να αμφισβητείται πια και η ίδια η χρησιμότητα της γνώσης.

Αν επιμείνουμε σε αυτήν την κατεύθυνση, το πιο πιθανόν είναι να προκαλέσουμε ένα κύμα άρνησης της γνώσης και ό,τι έχουμε αποκτήσει με αυτήν, να κινδυνεύσουμε να το χάσουμε μες στην επερχόμενη βαρβαρότητα. Έτσι, η χρηστική κατεύθυνση της γνώσης θα οδηγήσει στην επιστροφή μας σε ένα κατώτερο σημείο φτώχειας, οπότε, αντί η γνώση να δικαιωθεί σαν συντελεστής πλούτου, θα αυτοαναιρεθεί προκαλώντας τη στέρηση.

Για να αποφευχθεί ένας τέτοιος κίνδυνος, επείγει η εξισορρόπηση της εξειδικευμένης γνώσης με την επιστροφή της σε ζητήματα γένους. Μόνο η ποιητική απόδοση του δέντρου μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή του° η ξεκομμένη από τη ροή του απόλυτου γνώση, αργά ή γρήγορα θα το ξεράνει, όσο και αν βελτιώνεται από καινούργιες παρατηρήσεις για τη χρησιμότητα του*.

Αν η τεχνολογική φλυαρία κοπάσει και αφουγκραστούμε τη σιωπή του δέντρου, τότε αυτό μπορεί να μας μιλήσει και να μάθουμε τα μυστικά του. Μαθαίνοντας για το άλλο γνωρίζουμε τον εαυτό μας αφού, όπως εγώ είμαι ο άλλος εσύ, έτσι και εμείς είμαστε το άλλο δέντρο.


* Η οικολογία που παραμένει μέσα στα όρια της γνώσης του σχετικού και δεν θέτει το ζήτημα του απόλυτου, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Όταν ο λόγος της μένει στο αποτέλεσμα των πραγμάτων και δεν ξανοίγεται στο τέλος τους -άρα και την αρχή τους- δεν διαφέρει ουσιαστικά από μία (υγιή έστω) τεχνολογία.

14. Η διαφορά

Επειδή μέχρι τώρα έχουμε επιμείνει στην ενότητα και στην ανάγκη τής ολοκλήρωσης μέσω αυτής, δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε τη σημασία της διαφοράς εντός του γίγνεσθαι, όπου η διαφορο-ποίηση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην παραγωγή του πλούτου των μορφών που γεμίζουν το σύμπαν.

Η ενότητα δεν είναι ο "μπαμπούλας" του διαφορετικού και δεν είναι αυτή που το καταργεί° άλλωστε αυτή το έχει γεννήσει. Η ποικιλία των ειδών είναι προϊόν του γίγνεσθαι που ξεδιπλώνεται σύμφωνα με τις επιταγές της γέννας του κόσμου. Η γένεση του κόσμου και η έλευση της ζωής είναι προϊόντα της ενότητας, αφού η ίδια η ζωή είναι ενότητα.*

Από τη στιγμή που το Είναι εκδηλώθηκε ως γίγνεσθαι, εκτείνεται στον χώρο και τον χρόνο και παίρνει κάθε δυνατή μορφή μέχρι να το γεμίσει το άπαν με την παρουσία του. Η φορά τού Είναι είναι η πλήρωση του άπαντος με ένα σύμπαν μορφών: κάθε δια-φορά τους είναι παράγωγο αυτής της φοράς και ο πλούτος τους υπακούει σ' αυτήν την ανάγκη πλήρωσης.

Κάθε διαφορετική ύπαρξη είναι μία άλλη εκδοχή του ίδιου πάντα Είναι. Η ιδιαιτερότητά της πρέπει να είναι σεβαστή, αφού κατάγεται από το ίδιο γένος τού κάθε τι και αυτό υπηρετεί. Η ασέβεια και η αδικαιολόγητη παράβαση των ορίων τής κάθε ξεχωριστής ύπαρξης εμποδίζει τη φορά του Είναι, ενώ η δικαιολογημένη - η ως προς την φορά του πρόσβαση στη διαφορά της - την εξυπηρετεί.

Αν ο λύκος τρώει το αρνί, το κάνει γιατί είναι ενωμένο μέσω της ζωής με αυτό και δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Όταν ο άνθρωπος σκοτώνει τον λύκο χωρίς αναγκαίο λόγο, μόνο και μόνο γιατί είναι διαφορετικός, στερεί κάτι από το Είναι και εισπράττει το κενό αντί κάτι άλλο που θα τον βοηθούσε να διαφοροποιηθεί περαιτέρω μέχρι να ολοκληρώσει τη μορφή του και να ταυτο-ποιηθεί πλήρως ενωνόμενος με αυτό που του λείπει.

Αυτό που απειλεί το διαφορετικό δεν είναι η πράξη της ενότητας, αλλά η αδικαιολόγητη από αυτήν επιμονή στη διαφορά. Με ανάλογο τρόπο, η ενότητα που δεν πραγματοποιείται μέσα από μια φυσική ροπή, αλλά εξαναγκάζεται από μία βούληση έξω από αυτήν, θέτει σε κίνδυνο τη διαφορά.

Αυτό που διακρίνει την ενότητα εξ ανάγκης από την εξαναγκασμένη, είναι η δικαιολόγησή της ως προς το γένος. Κάθε ον ομοιάζει του άλλου ως προς το γένος του, ως προς την κοινή καταγωγή του, και όχι ως προς το είδος του, το οποίο είναι μία διαφορετική εκδοχή της.

Κάθε ύπαρξη διαφέρει της άλλης ως προς την παρουσία της, όχι ως προς την ουσία της. Το δικαίωμα στη διαφορά σημαίνει το δικαίωμα μιας διακεκριμένης παρουσίας μέσα στην κοινότητα.

Όταν το δικαίωμα στη διαφορά παραβιάζεται για λόγους που δεν εξυπηρετούν την κοινότητα, αλλά κάποια ξένη παρουσία που κινείται διαχωρισμένη από την κοινότητα και θέλει να της επιβληθεί, (επικαλούμενη μία ενότητα προς ίδιον όφελος), τότε έχουμε τον ολοκληρωτισμό του είδους, που επιδιώκει σώνει και καλά να εκληφθεί ως γένος, ενώ φέρεται ειδικά.

Όταν το έν υπερβάλλει ως προς το μέρος του αθροίζοντας τους άλλους αριθμούς για λογαριασμό του, τότε το αποτέλεσμα αυτής της πρόσθεσης δεν είναι μία πράξη ολοκλήρωσης {εν-ότητας = το εν εντός της (οντ)ότητας}, αλλά ολοκληρωτισμού. Μόνο όταν οι άλλοι αριθμοί συναντιούνται ως διαφορετικοί, ως μία άλλη μονάδα, (ένα άλλο εν), είναι δυνατή η μαθηματική πράξη και ο λογισμός του κόσμου. Αλλά, επίσης, όταν μία μονάδα επιμένει στη διαφορά της και αρνείται πεισματικά τη άθροιση-συνάρθρωσή της με την άλλη, τότε παραμένοντας μισή υποκύπτει στο μίσος και σπαράσσεται στη μοναχικότητα της.


* Καλό θα ήταν αυτό να το αναρωτηθούν οι ειδικοί του "bing bang". Πώς είναι δυνατόν όταν το κάθε τι γεννάται από την ένωση δύο προηγούμενων κάτι, ο ίδιος ο κόσμος τους να έχει γεννηθεί από σχάση και χωρισμό; Μήπως μία τέτοια κοσμογονική ερμηνεία δεν είναι παρά σύμπτωμα της τρέχουσας χωριστικής γνώσης;!

15. Η βία

Η βία προκαλείται από τη βιασύνη ενός μέρους να ολοκληρωθεί ως μοναδικό καταλύοντας τη μοναδικότητα ενός άλλου και προσθέτοντας την στον εαυτό του. Όταν το άλλο μέρος δεν αναγνωρίζεται ως μοναδικό, (μέσω της ενότητάς του με το όλον), αλλά παραγνωρίζεται ως μοναχικό, τότε αυτή η ελλιπής εννόηση επιτρέπει τη βία. Ακριβώς επειδή θεωρείται μοναχικό εκλαμβάνεται ως αδύναμο να αντισταθεί, άρα και εύκολα προσπελάσιμο.

Το γήινο ον που αντιλαμβάνεται ελλιπώς την πραγματικότητα είναι το ανθρώπινο και είναι το μόνο στη γη που φέρεται βίαια-βιαστικά, επειδή ο λόγος του δεν έχει φτάσει ακόμη στην ολοκλήρωση του και κάνει συχνά το λάθος να την εκβιάζει με πρόωρες γενικεύσεις. Ενώ παραμένει μέσα στο σχετικό ( στο είδος), νοιώθει τη στέρηση του απόλυτου (του γένους) και αντί να αναζητήσει τη λύση της στέρησής του σε αυτό, στο απόλυτο, προσπαθεί μάταια να την εκμαιεύσει ετσιθελικά σχετίζοντας βιαίως τα άλλα είδη προς εαυτόν.

Η βία είναι μία εκτός τόπου και χρόνου επιδίωξη της ενότητας.

Τη στιγμή που το σύμπαν αρθρώνει τον πλούτο τον μορφών του εις εν γεμίζοντας το άπαν με την πολυπληθή παρουσία του ίδιου πάντα Είναι, ο χωρισμένος από αυτό άνθρωπος βγάζει τις άναρθρες κραυγές της βίας προσπαθώντας να επιβληθεί στο γίγνεσθαι. Η χαζομάρα του βίαιου ανθρώπου είναι τέτοια που δεν αναγνωρίζει καν ότι το άλλο είδος, (το άλλο εγώ), μπορεί να τον θέλει εξίσου και να έχει την ανάγκη του.

Η βία είναι αποτέλεσμα της βλακείας ενός εγώ που αγνοεί ότι το άλλο εγώ, στο οποίο επιβάλλεται, μπορεί να θέλει από τη φύση του να ενωθεί μαζί του σε ένα γόνιμο εμείς. Όταν η φύση εμποδίζεται να εκδηλώσει το θέλω της και εξαναγκάζεται παρά τη θέλησή της να το δηλώσει σώνει και καλά παραβιάζοντας τους ρυθμούς της, αυτή με όλη της τη δύναμη αντιστέκεται και δεν κάνει τη χάρη κανενός «μαλάκα», που θέλει να κάνει έρωτα μόνος του.

Ο έρωτας είναι ο τρόπος που η φύση δυναμώνει το γίγνεσθαί της παράγοντας συνεχώς νέες μορφές μέσα από τη συνεύρεση δύο ήδη υπαρχόντων μορφών. Η φυσική ερωτική ορμή υπακούοντας στη λογική τής συνέχειας μπορεί να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να γίνει πράξη του έρωτα, γιατί ξέρει ότι αυτή η ώρα θα έρθει φυσικά, όταν και ο άλλος θα είναι έτοιμος.

Η αβεβαιότητα για την επιθυμία του άλλου είναι αφύσικη και προέρχεται από την ίδια τη δική μας αβεβαιότητα για τη φύση μας, επειδή βρισκόμαστε σε μία θέση αφύσικη. Όταν αντί να βεβαιωθούμε για αυτήν, μέσα από αυτήν, (τη φύση), επιδιώκουμε την αυτοεπιβεβαίωση μας, τότε βιαζόμαστε και βιάζουμε.

Αν είμαστε ά-σχημοι, (με την έννοια ότι δεν έχει ακόμη τελειοποιηθεί εξελικτικά η μορφή-σχήμα μας), τότε κανονικά πρέπει να αναζητήσουμε την ομορφιά στον έρωτα, αφού αυτός την παράγει με τη γένεση των νέων μορφών που γονιμοποιεί η πράξη του. Αν, όμως, δεν φερθούμε ερωτικά και εκβιάσουμε την ερωτική πράξη, τότε επιμένουμε στην ασχήμια μας. Ο βιασμός το μόνο που μπορεί να παράγει είναι τη ματαίωση του έρωτα, άρα και της ομορφιάς.

Η ματαίωση των έργων της βίας είναι αναπόφευκτη διότι, απλά, ποτέ ένα ψέμα δεν πρόκειται να δικαιωθεί από την αλήθεια και μοιραία θα διαψευστεί. Όταν το άλλο αντιλαμβάνεται ψευδώς ως μοναχικό και βιάζεται, τότε αυτό, επειδή είναι αληθινά μοναδικό, προβάλλει αντίσταση και δεν υποχωρεί. Αυτό που λανθασμένα θεωρείται εύκολο να υποταχθεί, είναι στη πράξη πολύ δύσκολο να αλωθεί και υπερασπίζεται μέχρι τέλους τη μοναδικότητα του. Μόνο ο θάνατος μπορεί να του τη στερήσει, αλλά ο φόνος του άλλου σημαίνει και τη δική μας καταστροφή, (αφού δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτό και γι' αυτό, άλλωστε, το επιθυμούμε διακαώς).

Βιάζοντας τη φύση το μόνο που μπορούμε να καταφέρουμε είναι την πρόωρη καταστροφή μας. Βιάζοντας έναν άλλο θεωρώντας τον μισό, το μόνο που μπορούμε να προκαλέσουμε είναι το μίσος του.

Όμως, όπως η υπερβολή μιας ορμής, (της ορμής που δεν λαμβάνει υπόψη την επιθυμία του άλλου να συμβάλλει στην πραγμάτωσή της), προκαλεί την καταστροφή, έτσι και η υποχώρηση από αυτήν επιφέρει το κενό. Όταν ο άλλος αποφεύγεται, επειδή αγνοείται η ανάγκη του να ενωθεί μαζί μου, αγνοεί με τη σειρά του εμένα που τον εγκαταλείπω στη μοναξιά, και τότε δεν συμβαίνει τίποτε, ενώ θα μπορούσε να συμβεί.

Πρόκειται πάλι για βία, μόνο που αυτήν τη φορά αντί να στρέφεται εναντίον του άλλου, κρατάει τον ίδιο εμένα μακριά του. Στην περίπτωση που το άτομο δεν επιτίθεται, αλλά παραμένει επίμονα κλεισμένο στον εαυτό του, μπορεί να μην προκαλεί την καταστροφή του άλλου ατόμου, αλλά το αφήνει στη μοναξιά του, που μπορεί να είναι εξίσου σπαραχτική.

Το αποτέλεσμα και η αιτία και των δύο ειδών βιασμού, (του παθητικού και του ενεργητικού), είναι κοινό: ο χωρισμός. Το ένα είδος βίας συνοδεύει πάντα το άλλο αλληλοσυμπληρώνοντας το σε μια κατάσταση ερωτικής στέρησης και ποιητικής φτώχειας.

16. H φτώχεια και ο πλούτος

Ο άνθρωπος, ως ελλιπές ακόμη ον, αναζητεί φυσιολογικά τον πλούτο του: την πλήρωση της ύπαρξής του μέχρι του βαθμού τού είναι του, τον εμπλουτισμό του λόγου του με τη σοφία του Λόγου και την πλήρη ταυτο-ποίησή του. Η δυναμική του ανθρώπου ευφορείται από την ανάγκη του να αναπτυχθεί ως εκεί που θα αισθάνεται ταυτός, δηλαδή πλήρης και αυτάρκης, ξεπερνώντας κάθε του έλλειψη, κάθε υστέρησή του από το όλον του.

Η παραμονή του σε ένα κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης από αυτό που θα μπορούσε να έχει, του προκαλεί τη δυσφορία της φτώχειας.

Η φτώχεια [εκ του "πτώσσω": συστέλλομαι, (μαζεύομαι, ζαρώνω), από φόβο] προκαλεί φόβο και απαρέσκεια, διότι εξαναγκάζει τη δύναμη σε μία μη αναγκαία συστολή της, συγκρατώντας την σε ένα κατώτερο σημείο ανάπτυξης σε σχέση με τις δυνατότητες της.

Αν η ανάπτυξη σημαίνει τη διαστολή της δύναμης μέχρι την πλήρη αξιοποίηση κάθε δυνατότητάς της, η υπανάπτυξη συστέλλει τη δύναμη αχρηστεύοντας το μέρος εκείνο που ενώ έχει δυνατότητα να αξιοποιηθεί μένει αναξιοποίητο.

Ο διαχωρισμός της δύναμης από την εκάστοτε δυνατότητά της είναι προϊόν του εξαναγκασμού ενός ανθρώπου από έναν άλλο. Τα άλλα γήινα όντα πληρούν στο άρτιο την ακολουθία δύναμης-δυνατότητας, (αφού έχουν ολοκληρώσει την ταυτοποίησή τους), και αν εμποδίζονται από κάποιον να την ακολουθήσουν, δεν υποχωρούν εύκολα από αυτήν, διότι είναι πλέον φύση τους, και την υπερασπίζονται μέχρι θανάτου.

Η διατάραξη της αναπτυξιακής ακολουθίας, (της ακόλουθης ανάπτυξης του ζεύγους δύναμης-δυνατότητας και της παραγωγής πλούτου ως προϊόν της συνουσίας του), προέρχεται από τη βία.

Όταν ένα άτομο επιδιώκει τη διαστολή της θέσης του πέραν των φυσικών της δυνατοτήτων, αναζητώντας μία δύναμη που δεν του ανήκει, το κάνει εις βάρος ενός άλλου. Νομίζοντας ότι ο πλούτος του συνίσταται στη μεγέθυνση τού εγώ του με προσθήκες από κομμάτια-λάβαρα που έχει καταφέρει να αποσπάσει από ένα άλλο εγώ, θρονιάζεται πάνω σε ένα ψέμα που αργά η γρήγορα θα τον ανατρέψει.

Όπως η βία ποτέ δεν επαληθεύεται, έτσι και ο θησαυρισμός ποτέ δεν πρόκειται να δικαιωθεί ως πλούτος. Όποιος νομίζει τον εαυτό του έξυπνο επειδή κατάφερε να εμπλουτίσει την έλλειψή του στερώντας τον πλούτο ενός άλλου, ξεγελάει τον εαυτό του. Όποιος θεωρεί τον εαυτό του γενναίο γιατί υποδούλωσε, κοροϊδεύει τη δειλία του. Αυτός που εξαπατά, αυταπατάται.

Η στέρηση του εγώ από την ταυτότητά του δεν ξεγελιέται με την ενίσχυση της ετερότητάς του, του διαχωρισμού του από την ενότητα. Η ψυχή ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το συμφέρον της και ο πόνος της δεν ανακουφίζεται με επιθέματα τροπαιοφόρα, αλλά μάλλον υποτροπιάζει από τη φρίκη τους. Αργά η γρήγορα, η πληγή θα σκάσει ξερνώντας το μαζεμένο πύον της.

Όταν το μαζί γίνεται μαζεύω για λογαριασμό μου, η υγιής κυκλοφορία του χρήματος εμποδίζεται και κάποια μέρα ο λογαριασμός μου θα ξεχειλίσει από αρρώστια. Όταν κάποιος μπουκώνει το στομάχι του υπέρ το δέον δεν μπορεί παρά να το αποβάλλει πρόωρα αχρηστεύοντας την τροφή σαν εμετό ή διάρροια. Έτσι και ο πλούτος αχρηστεύεται από αυτούς που τον συσσωρεύουν και χάνει την αξία του του.

Το γεγονός ότι ήδη ο πλούτος παρεξηγείται ως συνώνυμο της ξεχωριστής από την κοινότητα διάκρισης ενός υπερμεγεθυσμένου ατόμου, (και όχι σαν η διάκρισή του εντός αυτής και υπέρ της), δημιουργεί μία σύγχυση στόχων. Η παρεξήγηση της έννοιας της λέξης "πλούτος" στερεί από τον άνθρωπο το ουσιώδες αναπτυξιακό του κίνητρο και τον εγκλωβίζει σε ένα λάθος που ακυρώνει τη σκέψη και τη πράξη του καθηλώνοντας τον σε μια διαρκή υπανάπτυξη - μια ανάπτυξη κατώτερη του.

Πολλοί παρεξηγούν τον πλούτο για πλουτισμό μερικών και τον καταδικάζουν, ενώ κάποιοι κάνουν την παρεξήγησή του επιδίωξή τους. Οι δύο απόψεις αλληλοεξουδετερώνονται αποκρύβοντας την αληθινή σημασία του πλούτου. Η απόκρυψη της πραγματικής σημασίας του πλούτου και από τους μεν και από τους δε, οφείλεται κατά βάση στο φόβο τους μπροστά στην αλήθεια.

Ο φόβος των πλουτοκρατών για το υπαρξιακό τους έλλειμμα είναι τέτοιος που δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν και προσπαθούν να το αποκρύψουν με παραισθήσεις μεγαλείου. Έτσι, ντοπάρονται με σκευάσματα σκόνης που τα προμηθεύονται κονιορτοποιώντας τους άλλους και περιφέρονται μέσα στον κουρνιαχτό ως πλούσιοι και πλήρεις, ενώ είναι κενοί κάθε ουσίας. Θέλουν να επιβραβεύονται σαν τολμηροί, ενώ είναι απλώς επιτήδειοι στην (αυτο)εξαπάτηση του φόβου τους.

Οι υποταγμένοι με τη σειρά τους προσπαθούν να ξεγελάσουν τον φόβο τους κάνοντας τη φτώχεια τους άποψη. Υποχωρώντας από τον πλούτο υποχωρούν και μπροστά σε αυτούς που προχωρούν πέραν αυτού στην αθέμιτη συσσώρευση του.

Οι μεν συμπληρώνουν τους δε συγκρατώντας την ανάπτυξη σε ένα χαμερπές επίπεδο. Αν το πράγμα παρέμενε στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, θα λέγαμε μικρό το κακό. Αλλά το κακό πλεονάζει. Η αλληλοεξουδετέρωση του ανθρώπου δεν λαμβάνει χώρα σε ένα ουδέτερο γήπεδο, αλλά γίνεται μέσα και εις βάρος της γήινης πλάσης.

Με τον ίδιο τρόπο που η ανισόρροπη «ανάπτυξη» των λίγων εις βάρος των πολλών φθείρει τον άνθρωπο, προκαλεί φθορές και στο περιβάλλον του, και μάλιστα ανεπανόρθωτες. Αν ένας άνθρωπος έχει την ευλυγισία να σκύβει την πλάτη του σε έναν άλλο άνθρωπο, τα υπόλοιπα όντα της φύσης δεν μπορούν να υποχωρήσουν από την αδιάρρηκτη ενότητά τους με αυτήν παρά μόνο σπάζοντας στα δύο. Τούς είναι αδύνατον να αποδεχτούν μία διαστρεβλωμένη ανάπτυξη εις βάρος τους και δεν μπορούν με τίποτε να συμβάλλουν στη διαστρέβλωση του πλούτου. Η ιδιωτεία του ανθρώπου που επιμένει σε έναν πλουτισμό κατ' ιδίαν τα αφήνει ξένα. Με τη σειρά τους δεν μπορούν παρά να αποξενώσουν τον άνθρωπο από τον πλούτο τους και να τον τιμωρήσουν με τη φτώχεια τους.

Η φύση αντιστέκεται παθητικά σε μία ανάπτυξη που έχει εκτροχιασθεί από το ζήτημα του ουσιαστικού πλούτου. Πριν το ανθρώπινο όχημα τσακιστεί στον αδιαπέραστο τοίχο τής τελευταίας αμυντικής της γραμμής, (αφού παραβιάσει την ελάχιστη απαραίτητη συνοχή της), ο μόνος που μπορεί να το φρενάρει έγκαιρα είναι αυτός που το οδηγεί, εμείς.

Επειδή ο άνθρωπος κινείται φυσιολογικά προς τον πλούτο του δεν πρόκειται να συμμορφώσει την πορεία του προς την κατεύθυνση της φτώχειας, παρά μόνο προς την κατεύθυνση αυτού, και είναι ευθύνη όσων τη γνωρίζουν, να την υποδείξουν έγκαιρα, πριν είναι αργά. Κάθε καθυστέρηση στη φτώχεια είναι επικίνδυνα χρονοβόρα.

17. H ποσότητα και η ποιότητα

Το κρίσιμο ερώτημα του ανθρώπου είναι το ποιος είναι και όχι το πόσος.

Το θέμα της ποσότητάς του λύνεται εύκολα με μία ζυγαριά και ένα μέτρο, που μπορούν να υπολογίσουν τις διαστάσεις του. Η ποσότητα είναι ένα μέγεθος σωματικό και δείχνει το βάρος, τον όγκο και την κίνηση της ύλης. Έχει να κάνει με τον χώρο, από την άποψη ότι η ύλη εκδηλώνεται και βαραίνει εντός του, και όταν κινείται παίρνει διαδοχικές θέσεις σε αυτόν.

Τα όργανα μετρήσεων που διαθέτουμε είναι αρκετά για να μας δώσουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τον χώρο που καταλαμβάνει το σώμα μας και για το πόσο βαραίνει πάνω στη γη. Μπορούν ακόμη να μετρήσουν την απόσταση που χωρίζει το ένα σώμα από το άλλο, όπως και την ταχύτητα που αναπτύσσουν κινούμενα. Δεν μπορούν, όμως, να μετρήσουν την απόσταση που χωρίζει το σώμα από το πνεύμα° το μόνο όργανο που μπορεί να το κάνει είναι η ψυχή.

Η ποιότητα δίνει λόγο στη σύσταση των πραγμάτων και γι'αυτό ακριβώς δίνει λόγο στη ψυχή τους. Η ψυχή είναι η σύσταση των πραγμάτων στη ζωή. Ο παλμός της ζωής χτυπάει στον ρυθμό τής ψυχής και με αυτήν την έννοια η ποιότητα είναι ένα μέγεθος που μετράει τον χρόνο, ως το μέτρο αυτού του ρυθμού.

Η διαφορά της ποσότητας από την ποιότητα ως προς την κίνηση, (την ροή του γίγνεσθαι), είναι ότι η μεν μετράει τον χώρο που αυτή καταλαμβάνει και η δε τον τρόπο που αυτή γίνεται. Ο τρόπος είναι συνάρτηση του χρόνου, ως τροπή-φορά του.

Η έλλειψη του ανθρώπου έχει κυρίως να κάνει με τον χρόνο που ως είδος βρίσκεται πάνω στη γη, δηλαδή μέσα στον χώρο. Αν υστερεί δεν είναι γιατί ο χώρος δεν του είναι αρκετός, αλλά γιατί ο χρόνος που μέχρι τώρα είχε στη διάθεση του δεν του έχει επαρκέσει για να πληρώσει τη θέση του με την φύση της.

Κανονικά, λοιπόν, η προσπάθειά του για πλούτο - πλήρωση της θέσης του με την φύση της - θα έπρεπε να εστιάζεται στο θέμα της ποιότητας. Βάζοντας ως προτεραιότητά του να ανακαλύψει το τρόπο που τα πράγματα και ο ίδιος συστήνονται εις όλον, θα μπορούσε να βρει ταχύτερα τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στην ολοκλήρωσή του και να δώσει έγκαιρα λύση στο ζήτημα της σύγκλισής του με την τροχιά του Είναι. Αντ' αυτού χρονοτριβεί σε μετρήσεις άσχετες με την κρισιμότητα του ζητήματός του.

Με τον ίδιο τρόπο που μπερδεύει τη φτώχεια με τον πλούτο εκλαμβάνει συχνά την ποιότητα για ποσότητα και προσπαθεί να λύσει την έλλειψη της πρώτης διογκώνοντας τη δεύτερη. Προσθέτει στο βάρος του πράγματα που δεν του ανήκουν και κλέβει στη ζυγαριά. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει έτσι είναι να γίνει πιο δυσκίνητος και στο τέλος να βουλιάξει από το βάρος του.

Πρέπει να κατανοήσουμε ότι το ζήτημα της ποσότητας είναι πλέον δευτερεύον. Μπορεί στην αρχή του ο άνθρωπος να χρειαζόταν πρωτίστως να κατακτήσει τον χώρο, αλλά τώρα πια κινδυνεύει να ξεχειλίσει εκτός του. Κάθε περαιτέρω ποσοτική εμμονή μειώνει τα ποσοστά της πιθανότητάς μας να κερδίσουμε τον πλούτο που θα μας γεμίσει την ύπαρξή μας με ουσία.

Αν δεν θέλουμε να πάει χαμένος ο χρόνος μας σε ανούσιες ασχολίες, πρέπει να βρούμε τον τρόπο που θα γεμίσουμε τη χρονική στιγμή μας με τη διάρκεια της αιωνιότητας του χρόνου, πρέπει να βρούμε την ποιότητά μας και να την κατακτήσουμε.

18. O πολιτισμός

Ο πολιτισμός είναι το δίκτυο μέσω του οποίου η πόλη* συν-κοινωνεί τα μέρη της {πολι(τ)ισμός}. Η ανάπτυξη του δικτύου καθορίζει την ποιότητα της συναλλαγής.

Η κατάληξη "ισμος" σε μία λέξη σημαίνει τη γενίκευση της έννοιας της. Με άλλες λέξεις αυτό γίνεται εκβιαστικά και με άλλες αυτό συμβαίνει δικαιολογημένα από το γένος τους.

Στην περίπτωση που η λέξη "πολιτ-ισμός" αντιλαμβάνεται μόνο ως προς ένα μέρος των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα εντός της πόλης, ας πούμε το καλλιτεχνικό, τότε χάνει το νόημα της ως ορισμός μιας γενικής συνθήκης. Ο πολιτισμός δεν είναι καλλιτεχν-ισμός, διότι οι τέχνες δεν καθορίζουν το σύνολο της δραστηριότητας μιας πόλης, όπως δεν το καθορίζει μόνο η πολιτική ή η οικονομία.

Εφόσον η γλώσσα είναι το δίκτυο μέσω του οποίου οι πολίτες συγκοινωνούν τον λόγο τους, η λέξη "πολιτισμός" δικαιώνεται ως γενίκευση μόνο όταν αναφέρεται στη συνολική λειτουργία αυτού του πλέγματος λόγων, άρα και πράξεων, της πόλης. Σε σχέση με τους επιμέρους λόγους που αναπτύσσονται σε κλάδους, (όπως την Οικονομία, την Επιστήμη, την Πολιτική, κ.λ.π.), σημαίνει τον τρόπο που αρθρώνουν τον ειδικό τους λόγο σε ενιαία πρόταση, παρά το πώς τον αναπτύσσουν χωριστά και κατ' ιδίαν.

Ο πολιτισμός ορίζοντας ένα πεδίο συνάντησης των επιμέρους ορίζει την ποιότητα.

Η ποσότητα μπορεί να διαιρεθεί σε επιμέρους ποσά, ενώ η ποιότητα δεν γίνεται να επιμερισθεί γιατί είναι ο τρόπος που τα πράγματα συστήνονται και όχι το πώς διίστανται. [Γι' αυτό άλλωστε και η "διάσταση" έχει σημασία ποσοτική]. Η ποιότητα, ως τρόπος σύστασης των πραγμάτων, είναι συνώνυμη του πολιτισμού, αφού και αυτός σημαίνει τη σύσταση τους.

Ο τρόπος λοιπόν που ένα μέρος -ένα ποσόν- συναντάει το άλλο μέσα στην κοινότητα μιας πόλης, καθορίζει την ποιότητα και τον πολιτισμό της. Όταν τα μέρη δεν συναντιούνται ως προς το ζητούμενο της ποιότητας, αλλά ανταγωνίζονται ως προς την ποσοτική-επιμέρους επιδίωξή τους, τότε μένουν απολίτιστα. Ο τρόπος που δεν συνεργεί στην κοινότητα, δεν μπορεί να είναι πολιτισμένος τρόπος.

Λέμε για έναν άνθρωπο που είναι πολιτισμένος ότι "έχει τρόπους", ότι "ξέρει να φέρεται". Αυτό σημαίνει ότι αξιολογούμε τον πολιτισμό του σαν ένα φέρεσθαι, σαν μία κίνηση προς τον άλλον και όχι σαν μία ακινησία στο ατομικό του συμφέρον. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε εύκολα έναν άνθρωπο περισπούδαστο, που κρατάει πεισματικά τις γνώσεις του για δικό του όφελος, από έναν άλλο που μπορεί να μην έχει τόσες πολλές πληροφορίες για τα πράγματα, αλλά αυτό το λίγο που κατέχει, ξέρει να το δίνει.

Η διαφορά του περισπούδαστου από τον πολιτισμένο βρίσκεται στην ποιότητα της γνώσης τους. Ο μεν ένας έχει μία σωρεία αποσπασματικών γνώσεων που δεν μπορούν να αρθρωθούν και έτσι τον χωρίζουν από την σοφία του κόσμου, (όσο κι αν προσπαθεί να την προσεγγίσει συσσωρεύοντας γνώσεις). Ο δε άλλος, συναρτώντας ό,τι γνωρίζει με την κοινότητα, μαθαίνει με τον πολιτισμό του τη σοφία του κόσμου, ως τον τρόπο σύστασης του όλου.

Ο πολιτισμός (ως –ισμός) αναζητεί τη γενίκευση της γνώσης μέχρι τη σοφία, προσπαθεί να διευρύνει τη γνώση μέχρι να ανακαλύψει το γένος της και έτσι την οδηγεί στην ευ-γένεια.

Ο πολιτισμός, λοιπόν, δεν είναι ένα δεδομένο, αλλά ένα ζητούμενο. Το πολιτισμένο άτομο δεν παραμένει ακίνητο σε μία διαχωρισμένη στάση, αλλά ζητάει τη σύστασή του με το άλλο διερευνώντας τη σχέση του με αυτό.

Όταν η εκπολιτιστική διαδικασία δεν αναπτύσσεται μέχρι την πλήρη απασχόληση κάθε μέρους στην πράξη της κοινότητας, αλλά παρεμποδίζεται από μία ενασχόληση διαζευκτική, τότε ο πολιτισμός πάσχει. Οι θεωρούμενες "αναπτυγμένες" κοινωνίες δεν είναι αναγκαστικά και πολιτισμένες, εφόσον η "πρόοδός" τους είναι προϊόν της διάζευξης ενός ανθρώπου από τον άλλο και από την φύση.


* Η αρχαιοελληνική πόλη θεωρείται εδώ ως τόπος συνάντησης και όχι ως γεωγραφικός προσδιορισμός. Ο πολιτισμός σήμερα δεν μπορεί να περιορισθεί στα στενά όρια καμίας πόλης, ούτε καν ενός έθνους-κράτους. Η κοινότητα, πλέον, στην οποία αναφέρεται είναι η παγκόσμια. Αν στην αρχαιότητα μία πόλη μπορούσε να θεωρηθεί ένα κλειστό και αυτάρκες σύστημα, σήμερα η μόνη πόλη που μπορεί να θεωρηθεί ανάλογα είναι αυτή που κατοικούμε όλοι, η γη.

19. Η πρόοδος

Η πρόοδος του ανθρώπου ως προς τις προδιαγραφές του γένους του είναι αδιαμφισβήτητη. Σηκώθηκε στα δύο του πόδια, τελειοποίησε τα εργαλεία του και από τις πρώτες άναρθρες κραυγές του κατάφερε την άρθρωση ενός πλήρους συστήματος λέξεων, τη γλώσσα. Όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία, αλλά είναι προϊόντα της εγγενούς αναγκαιότητάς του να τελειωθεί σαν είδος ως προς το γένος του.

Το γένος κάθε όντος περιέχει μία σειρά εντολών που πρέπει να ακολουθήσει με συνέπεια για να αποκτήσει την ευρωστία του. Κάθε παρέκκλιση από τις επιταγές της γενετικής του οδηγίας επιφέρει την αρρώστια του. Το γίγνεσθαί του ακολουθεί το σχήμα της αποφυγής της αρρώστιας και της προσφυγής στη δύναμη {ρώμη}. Έτσι κι ο άνθρωπος κινούμενος μακράν της αδυναμίας του και ακολουθώντας την δύναμή του ανακάλυψε τις δυνατότητες τού γένους του. Δεν προόδευσε απομακρυνόμενος από τη φύση του, αλλά πλησιάζοντας την, ενώ, επιστρέφοντας διαρκώς στην πηγή της γέννησής του, ανανέωνε τις δυνάμεις του.

Η γέννηση ενός ατόμου είναι προϊόν της ένωσης δύο προηγούμενων ατόμων που το έφεραν το καθένα κατά το ήμισύ του, (ας πούμε, το ένα κατά το μέρος του σπερματοζωαρίου και το άλλο του ωαρίου). Η γέννηση σημαίνει την ενότητα δύο τινών, και μόνο αυτή μπορεί να παράγει την πρόσθετη δύναμη που χρειάζεται η πρόοδος, η οποία εξασθενεί από τον χωρισμό. Ο μόνος χωρισμός που μπορεί να φέρει δύναμη είναι ο χωρισμός από τον χωρισμό.

Η αρρώστια, (και πολύ περισσότερο ο θάνατος), είναι προϊόν του χωρισμού της δύναμης από τη δυνατότητα. Χωριζόμενοι από αυτό που μας χωρίζει, απομακρυνόμαστε από την αδυναμία και προσεγγίζουμε την ρώμη, την αδιάσπαστη ενότητα της ζωής, τη συνεκτική ροή της. Η απομάκρυνση δεν είναι από μόνη της αρκετή για την πρόοδο. Χρειάζεται να συνοδεύεται ή μάλλον να καθοδηγείται από την κατάφαση της ενότητας.

Η σκέτη άρνηση είναι ανίκανη να δώσει κατεύθυνση, και χωρίς κατεύθυνση είναι αδύνατον να υπάρξει πρόοδος, αφού χωρίς αυτήν δεν πάμε πουθενά και απλά μένουμε στάσιμοι. Αυτός που αρνείται να ακολουθήσει κάτι λάθος δεν σημαίνει ότι οδηγείται στο σωστό° το πολύ που μπορεί να καταφέρει είναι να καθηλωθεί σε μία καταγγελτική στάση. Όταν υιοθετείται μόνον η στάση της άμυνας απέναντι στα πράγματα, δεν είμαστε εμείς οι νικητές, αλλά αυτά. Η γενναιότητα {η σχετική με το γένος πράξη}που χρειάζονται τα πράγματα συνίσταται στο προχώρημα πέραν της άρνησής μας στη θέση-κατάφαση του γίγνεσθαι.

Αν ο άνθρωπος είχε μείνει απλώς στην άρση του φόβου του, με το να ασχολείται μόνο να διώχνει τα στοιχεία που τον απειλούσαν, δεν θα είχε καταφέρει αυτά που του έδωσαν τη σημερινή μορφή του. Αν μπόρεσε να έχει σήμερα την όποια ομορφιά έχει, είναι γιατί κινήθηκε από τον έρωτά της. Υπακούοντας στην ερωτική του ορμή τόλμησε το φαινομενικά ακατόρθωτο φανερώνοντας έτσι στη δύναμή του τις μεγάλες της δυνατότητες.

Επιστρέφοντας διαρκώς στη γέννα του και ανακαλώντας την ως έρωτα, (αφού, γέννα και έρωτας εναλλάσσονται, με το ένα να οδηγεί στο άλλο), μπόρεσε να προχωρήσει ως είδος. Η πρόοδος, με αυτήν την έννοια, είναι μια πράξη επιστροφής, ένα ξαναβάπτισμα της ύπαρξης στην υγρασία της συνουσίας και στην πηγή τού "είναι".

Αυτό που μας χωρίζει και μας φοβίζει είναι κατά κάποιο τρόπο φανερό γιατί προέρχεται από τα φαινόμενα. Αρκεί να τα προσέξεις για να το καταλάβεις. Αυτό, όμως, που μας ενθαρρύνει και μας ενώνει, πρέπει να το ανακαλύψεις ανατρέχοντας πίσω από τα φαινόμενα, στο είναι τους. Οι ανακαλύψεις του ανθρώπου δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία αναδρομή στο Είναι.

Αν θέλουμε ως άνθρωποι να προχωρήσουμε, δεν πρέπει να παύσουμε να ανατρέχουμε σε αυτό που μας ενώνει. Η παραμονή σε ένα καθεστώς χωριστικής ανάπτυξης μάς βγάζει έξω από την τροχιά της εξέλιξής μας. Από την άλλη, η αποφυγή της ανάπτυξης και η αποδοχή της παρούσας κατάστασης μάς κρατά στάσιμους στη φτώχεια και στην έλλειψη. Πολύ περισσότερο, η επίκληση ενός καλύτερου παρελθόντος μάς επιστρέφει σε ένα κατώτερο σχήμα ενότητας και ακόμη μεγαλύτερης έλλειψης. Το μόνο παρελθόν που μπορούμε και πρέπει να επικαλούμαστε είναι το απώτατο, αυτό από το οποίο όλοι και όλα έχουν προέλθει.

Ο άνθρωπος πρέπει να συνεχίσει να προοδεύει αν θέλει να βρει την λύση της στέρησης του και να λυτρωθεί ως προς το απόλυτο. Η πρόοδος δεν είναι κάτι κακό, όπως έχει παρεξηγηθεί, είναι κάτι το αναγκαίο. Παρεξηγείται γιατί ταυτίζεται με αυτό που δεν είναι, με την αποσπασματική-ποσοτική ανάπτυξη: ο βίαιος διαχωρισμός της οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοιο αδιέξοδο που το μέλλον, αντί να είναι ο χρόνος που τον καλεί στην επίτευξη της γενναιότητάς του, τον φοβίζει.

Χωρίς την προσδοκία του μέλλοντος καθυστερούμε σε ένα ελλιπές παρόν, με κίνδυνο να επιστρέψουμε σε ένα χειρότερο παρελθόν. Η προβολή της προόδου στις σωστές παραμέτρους της μπορεί να δώσει πάλι στο μέλλον μας την προσδοκία.

Αν αρνούμαστε να ενηλικιωθούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη της προόδου μας στον χρόνο, τότε ο χρόνος θα κυλάει εις βάρος μας - και όχι μόνο εναντίον εμάς των ιδίων, αλλά και όλης της γήινης πλάσης, δεδομένης της ισχύος μας απέναντί της .

Το πλάσμα άνθρωπος έχει προ πολλού παύσει να είναι παιδί και έχει μεγαλώσει αποκτώντας την πλήρη σωματική του ισχύ. Μπορεί στην αρχή, ως παιδί, να επέμεινε στο εγώ του, (επειδή ακόμη δεν το είχε βρει), και να το διεκδίκησε εναντίον άλλων πλασμάτων που το απειλούσαν. Αλλά τώρα το απειλεί ο εγωισμός του.

Επιμένοντας να εναντιώνεται πεισματικά σε κάτι που δεν του είναι πλέον ξένο, (τη φύση), δεν μπορεί παρά να το κάνει ξανά εχθρικό. Μόνο που αυτή τη φορά τα πλάσματα της φύσης δεν θα το φοβίσουν με την παρουσία τους, αλλά θα το απειλήσουν με την απουσία τους.

Ο ανθρώπινος εγωισμός αποτελεί τροχοπέδη στην πρόοδό του και για να την αποδεσμεύσει πρέπει να ανοίξει το εγώ του στην ενότητα της φύσης και να πράξει σύμφωνα με αυτήν.

20. Το μέτρο

Η υπερβολή, συνήθως, βλάπτει. Όταν όμως επικαλούμαστε τη γενναιότητα του ανθρώπου για να ερμηνεύσουμε και να ζητήσουμε την πρόοδό του, δεν τον καλούμε να υπερβάλει εαυτόν; Τότε, ποια είναι η υπερβολή και πού βρίσκεται το μέτρο;

Αυτό που ξεχωρίζει τη γενναιότητα από την υπερβολή της σε θράσος είναι η σχέση που έχει η καθεμία με κάτι ξένο. Ο θρασύς γίνεται παράτολμος επειδή ο φόβος του για το ξένο είναι υπερβολικός και το θεωρεί εκ προοιμίου εχθρικό. Αντιδράει σπασμωδικά απέναντί του και εφορμά εναντίον του.

Ο γενναίος δεν αντιδρά σπασμωδικά, αλλά δρα εν σχέσει. Συνέχοντας την ορμή του με το γένος του και πράττοντας μέσα στα όρια του, συνέχει και το είδος του με το άλλο - το ξένο είδος. Η σκέψη του έχει τη δύναμη να δει πίσω από τα φαινόμενα και να αναγνωρίσει ακόμη και στο φαινομενικά εχθρικό την εκ γένους ενότητα του με αυτό. Έτσι, παίρνει θάρρος και η δύναμη του βρίσκει τη δυνατότητα να συνεταιριστεί το άλλο σε έναν κοινό στόχο.

Ο θρασύς δεν ζητάει να συνεταιριστεί το άλλο, επειδή δεν μπορεί να διαγνώσει καμία κοινότητα με αυτό. Το αντιλαμβάνεται ολοκληρωτικά εχθρικό και έτσι το μόνο που καταλαβαίνει ως όφελός του είναι να το υποδουλώσει και να το προσεταιριστεί. Καταφέρεται εναντίον του νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο δρα προς συμφέρον του.

Όταν το συμφέρον αντιλαμβάνεται εγωιστικά οδηγεί στην αυθάδεια, ["αυθάδης" εκ του "αυτός+ήδομαι" =ευχαριστιέμαι με τον εαυτό μου =είμαι μαλάκας]. Η μαλακία τού αυθάδη προέρχεται από την αδυναμία, μαλθακότητα της σκέψης του. Η ισχυρογνωμοσύνη του δεν έχει να κάνει με τη γνώση της πραγματικής ισχύος, αλλά με την αλαζονεία.

Η πραγματική ισχύς βρίσκεται στη δύναμη της συνέχειας των πραγμάτων. Όποιος την παραβαίνει καταδικάζεται στην αδυναμία και στην αρρώστια. Αυτός που πράττει εν σχέσει με αυτήν επιβραβεύεται ως ρωμαλέος και δυνατός. Εκείνο που καθορίζει μία πράξη ως δυνατή, (ως φέρουσα στη δύναμη την δυνατότητα να πραγματωθεί), είναι η υπακοή της στο μέτρο.

Το μέτρο είναι ο τρόπος που η ισχύς πραγματοποιείται: υπακούοντας η δύναμη σε αυτόν τον τρόπο επιτρέπει στα πράγματα να διατηρήσουν την ξεχωριστή μορφή τους την ίδια στιγμή που εξ αιτίας της μορφο-ποιητικής τους δυναμικής μπορεί να συνέχονται για να γεννήσουν μιαν άλλη μορφή. Αυτός ο τρόπος πραγματοποίησης συμβάλλει στον πλούτο των ειδών, μετερχόμενος το μέτρο που φροντίζει να μην πολτοποιηθούν σε μία άμορφη ενότητα. Το μέτρο συγκρατώντας την ορμή της ισχύος από την υπερβολή, εξυπηρετεί τον σκοπό του γίγνεσθαι, που δεν είναι άλλος από την πλήρωση του άπαντος με κάθε δυνατή μορφή τού Είναι που μπορεί λάβει χώρα εντός του.

Το μέτρο είναι αυτό που δίνει στα πράγματα τον δικό τους διακεκριμμένο χώρο, για να μπορέσουν να κινηθούν. Μόνο κάτι που έχει τον χώρο του μπορεί να προ-χωρήσει. Χωρίς χώρο κάθε κίνηση καθίσταται αδύνατη. Το μέτρο δεν διαχωρίζει τα πράγματα, αλλά, δίνοντας τους χώρο, τούς δίνει τη δυνατότητα να συναντηθούν.

Μόνο αυτός που μπορεί να διακρίνει τον ειδικό χώρο του άλλου και να τον πλησιάσει διακριτικά, μπορεί να συναντηθεί γόνιμα μαζί του, σύμφωνα με τις επιταγές του γίγνεσθαι, (αφού το ίδιο το γίγνεσθαι παρέχει τον χώρο στο κάθε τι), ώστε να αποδειχθεί γενναίος και ικανός. Μόνο η δύναμη που σέβεται το μέτρο των πραγμάτων μπορεί να φτάσει στην ικανότητα.

Το μέτρο είναι το ενδιάμεσο των πραγμάτων, ο τρόπος μέσω του οποίου αυτά συναντιούνται και συνέχονται. Η αδιακρισία ενός εγώ, που τυφλωμένο από την απληστία παραβλέπει το άλλο εγώ και υποφθαλμιά τον χώρο του, οδηγεί στην αυθάδεια. Όταν, από την άλλη, το εγώ δεν διεκδικεί τον χώρο του και υποχωρεί στην επεκτατικότητα ενός άλλου, συνεργεί πάλι στην κατάλυση του μέτρου. Το ένα εγώ συμπληρώνει το άλλο παράγοντας ένα διασπασμένο εμείς, ένα "εμείς" που δεν σημαίνει τη συνέχεια του ενός με το άλλο, αλλά την ομαδοποίησή τους μέσα από τη βία.

Επίσης, η μετριότητα αυτού που δεν τολμά, αλλά παραμένει κλεισμένος στον χώρο του και απλώς τον φροντίζει, καταργεί το μέτρο. Το μέτρο παρέχοντας στο κάθε είδος τον δικό του χώρο τού παρέχει το σημείο εκκίνησής του και δεν το καθηλώνει στην ακινησία. Το μέτρο δεν υπάρχει για να μένει κλεισμένο το άτομο στον εαυτό του υιοθετώντας μια βολική μετριοπάθεια. Υπάρχει για να εξυπηρετεί το γίγνεσθαι και να προτρέπει τα άτομα να ανοιχτούν σε αυτό χωρίς φόβο ότι θα παραβιαστεί η ατομικότητά τους° είναι ο κανόνας του παιχνιδιού και αυτό που το καθιστά δυνατό.

Όποιος δεν παίζει, αχρηστεύει το μέτρο. Επειδή, όμως, είμαστε όλοι μέσα στο παιχνίδι του γίγνεσθαι αναγκαστικά, πρέπει να ακολουθούμε τους κανόνες του νομοθετώντας ανάλογα.

21. O ρυθμός

Όταν το μέτρο δεν τίθεται ως προς τον χώρο, αλλά ως προς τον χρόνο, λέγεται "ρυθμός".

Το μέτρο ως προς τον χώρο δίνει στα πράγματα την έκταση που τους αναλογεί και ο ρυθμός τούς δίνει την ένταση να αναπτύξουν τη μορφή τους μέχρι να γεμίσουν αυτήν την έκταση με την παρουσία τους και κατόπιν να συνουσιαστούν μεταξύ τους γεμίζοντας την έκταση τού παντός με το σύμπαν των μορφών τους.

Η έκταση και η ένταση είναι εκδηλώσεις της τάσης του Είναι να πληρωθεί στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος και ο χρόνος καθίστανται δυνατοί και αποκτούν μέτρο στον βαθμό που η τάση τού Είναι τα διανύει. Εκτός αυτής δεν έχουν καμία υπόσταση, άρα και κανένα μέτρο. Δεν βρίσκονται έξω από το Είναι, αλλά αναπτύσσονται ταυτόχρονα και ταυτόσημα με αυτό, είναι προϊόντα του γίγνεσθαί του.

Το κάθε τι που υπάρχει έχει τον χώρο και τον χρόνο που του έχουν διατεθεί εκ του γίγνεσθαι για να κινηθεί ως προς την έκταση του ενός και την ένταση του άλλου μέχρι να ολοκληρώσει την ύπαρξή του. Στο κάθε τι αναλογεί ένα μέρος του όλου, που του έχει παραχωρηθεί προκειμένου να ολοκληρωθεί εντός του και έτσι να συντελέσει στην ολοκλήρωση της φοράς-τάσης του Είναι να μορφοποιηθεί πλήρως παίρνοντας κάθε δυνατή μορφή που μπορεί να πάρει.

Το όλον εκτείνεται και εντείνεται ως τα πέρατα του χώρου και του χρόνου. Το μέρος περατώνοντας τον ειδικό του χώρο και χρόνο ανοίγεται μέσω αυτού στο όλον° έτσι, αν και χωρισμένο από αυτό, ενώνεται μαζί του. Όπως το μέτρο δίνει στα πράγματα τον δικό τους χώρο για να προχωρήσουν στην ενότητα, έτσι και ο ρυθμός τούς δίνει τον χρόνο που ως είδος χρειάζονται για να φτάσουν στην ένωσή τους με το γένος και να προαχθούν εντός του.

Κάθε είδος έχει γεννηθεί μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος είναι συστατικό κάθε μορφής και κάθε μορφή θέλει τον χρόνο της για να συσταθεί. Το μέτρο του χρόνου που της αναλογεί είναι ο ρυθμός που πρέπει να ακολουθήσει προκειμένου να τελειωθεί.

Ο ρυθμός [εκ του "ρέω"] συντάσσει τα πράγματα με την ροή του γίγνεσθαι, συγκρατεί την έντασή τους σε αναλογία με την τάση τού Είναι και τους παρέχει έτσι την δυνατότητα της συνέχειας της παρουσίας τους. Κρατώντας την ένταση τους σε ακολουθία με την τάση, κρατάνε τον ρυθμό του κόσμου πάλλοντα. Συγχρονίζοντας το μέρος τους και ρυθμίζοντας το σύμφωνα με τον παλμό του όλου αναγεννώνται εντός του και παραμένουν ζωντανά.

Ο παλμός είναι ένα μέσα και ένα έξω, είναι η ακολουθία της εισπνοής και της εκπνοής, η συνέχεια του εγώ και του άλλου, του κλείνομαι σε εμένα και ανοίγομαι στον άλλο. Το μέτρο του χρόνου που χρειάζεται το κάθε τι για να μαζέψει ενέργεια (εισπνοή) προκειμένου να τη δώσει κατόπιν στο άλλο (εκπνοή) και έτσι να παράγει έργο συν-ουσιαζόμενο μαζί του, κανονίζει τον ρυθμό του γίγνεσθαι του.

Επειδή η συνουσία δεν μπορεί να λάβει χώρα χωριστά από τον άλλο, παρά μόνο συνευρισκόμενο μαζί του, ο ρυθμός του γίγνεσθαι υποδηλώνει τον συντονισμό των μερών σε έναν κοινό χρόνο° ας πούμε, στη σύμπτωση της ερωτικής διάθεσης του ενός με τη διάθεση του άλλου.

Ο ρυθμός υποδηλώνει τον συγχρονισμό ενός μέρους με ένα άλλο σε ένα κοινό χρόνο, τον συντονισμό του μέρους του χρόνου που διαθέτει το ένα με το μέρος του χρόνου του άλλου σε μία κοινή τους θέση. Ο ρυθμός συντονίζει τα βήματα των πραγμάτων και τα κρατάει μέσα στον χορό του γίγνεσθαι.

Το κάθε μέρος αναπτυσσόμενο σύμφωνα με τον ειδικό του ρυθμό συγχρονίζει κατ' αρχή τα επιμέρους που το απαρτίζουν σε σώμα. Όταν η ανάπτυξη του σώματος ενταθεί μέχρι να καλύψει όλη την έκταση που του διατίθεται από το μέτρο της μορφής του, τότε η δύναμή του το οδηγεί στη συνεύρεση με ένα άλλο σώμα. Αν το άλλο σώμα βρίσκεται σε ανάλογη ένταση με αυτό, τότε η δύναμη της συνεύρεσης καθίσταται δυνατή, βρίσκοντας τον τρόπο να πραγματοποιηθεί. Αυτό που δίνει σε μια δύναμη τη δυνατότητά της είναι ο συγχρονισμός της με μια άλλη δύναμη σε έναν κοινό ρυθμό.

Είτε πρόκειται για την ερωτική, είτε για άλλη φυσική ανάγκη, (όπως η τροφή), το σώμα δεν μπορεί να την ικανοποιήσει παρά σύμφωνα με τη στιγμή του άλλου σώματος εκ του οποίου εξαρτάται η ικανοποίησή της. (Δεν μπορούμε να φάμε ένα φρούτο που δεν είναι ώριμο. Το λιοντάρι συλλαμβάνει το πιο αδύναμο θήραμα. Η αρκούδα περιμένει το πέρασμα των σολομών την κατάλληλη εποχή, κ.λ.π.). Το μέτρο του χρόνου είναι καθοριστικό για κάθε λογής πράξη και αυτή δεν μπορεί να λάβει χώρα παρά μόνο στον χρόνο που δύναται συναντηθεί με το άλλο από το οποίο εξαρτάται η πραγματοποίηση της. Εκτός ρυθμού καμία πράξη δεν είναι δυνατή.

Ο ρυθμός συντονίζει τα πάντα. Είναι ο χρόνος που τους διατίθεται προκειμένου να τεθούν αρμονικά προς το σύμπαν. Όταν αυτός ο χρόνος δεν διατίθεται και κρατιέται πεισματικά από το εγώ μας ή όταν επιτίθεται άκαιρα εναντίον ενός άλλου εγώ, τότε ο ρυθμός παραβιάζεται και έχουμε ασυμφωνία με το μέτρο του γίγνεσθαι. Εφόσον το γίγνεσθαι είναι αυτό που δίνει μορφή στα πράγματα, (τα ευμορφεί), η ασυμφωνία με αυτό τα ασχημαίνει. Ο ρυθμός συνωνυμεί την ομορφιά με την έννοια ότι συγκλίνει τον χρόνο του κάθε πράγματος με τον ρυθμό του γίγνεσθαι και το κρατάει σε συμμετρία με αυτόν.

Όπως είπαμε πριν, η βία προέρχεται από την εκτός τόπου και χρόνου επιδίωξη της ενότητας. Η εκτός χρόνου επιδίωξη σημαίνει την εκτός ρυθμού κίνηση. Όταν το εγώ μου δεν συγχρονίζεται με το άλλο εγώ και παραβιάζει τον ρυθμό του, τότε αυτό, ενώ θα μπορούσε να συναντηθεί μαζί μου, γίνεται εχθρικό.

Ο ρυθμός δίνει χρόνο στα πράγματα να μείνουν μόνα τους για να μπορέσουν μετά να συναντηθούν. Η παραβίασή του τα κρατάει αδικαιολόγητα απομακρυσμένα και εχθρικά. Όταν το εκκρεμές του χρόνου εμποδίζεται να κινηθεί ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, αλλά τραβιέται μόνο προς την κατεύθυνση τού εγώ, παρατείνει τη μοναχικότητά μας πέραν του αναγκαίου χρόνου και μάς καταδικάζει στη μοναξιά.

Ο "σύγχρονος" άνθρωπος για να δικαιολογήσει το επίθετό του {«συν-χρόνος»} πρέπει να βρει τον ρυθμό που θα τον συγχρονίσει με τους ρυθμούς της φύσης, αλλιώς κινδυνεύει να παραμεριστεί από το γίγνεσθαί της ως επικίνδυνα παρωχημένος.

22. H ιστορία και ο χρόνος

Η μελέτη της Ιστορίας μάς δίνει κάποιες πληροφορίες για το πως ο άνθρωπος έφτασε στη σημερινή του κατάσταση. Σύμφωνα με αυτήν, μια σειρά από «ιστορικά» γεγονότα και πρόσωπα παρενέβησαν στον ρου του ανθρώπινου γίγνεσθαι και του έδωσαν την κατεύθυνση που οδήγησε στην εποχή μας. Οι ιστορικοί υπογραμμίζουν κάποια από αυτά ως τα πλέον σημαντικά και καθοριστικά για τις ιστορικές εξελίξεις. Πόσο όμως ήταν πραγματικά σημαντικά και για ποια εξέλιξη πρόκειται;

Από την εποχή που έχουμε γραπτές μαρτυρίες και μπορούμε να παρακολουθήσουμε καλύτερα την πορεία του ανθρώπου, παρατηρούμε ότι αυτός συμβάδιζε στο πλευρό τού ποσοτικά ισχυρού και δικαίωνε τις επιλογές του αποδίδοντας του τιμή και μεγαλοπρέπεια.

Όποιος κατάφερνε να ξεχωρίσει ως ο πλέον δυνατός συγκέντρωνε γύρω του ένα σωρό άλλους. Καλλιτέχνες και επιστήμονες, ιερείς και τοξότες γίνονταν υπαξιωματικοί αυτού που η μόνη του αξία ήταν το αξίωμα της εξουσίας. Στρατεύοντας τους, υπέτασσε αυτούς που δεν του απέδιδαν φόρο υποτελείας. Έτσι μεγάλωνε την επικράτεια του και υπερισχύοντας μέσα στον χρόνο έδινε το στίγμα της εποχής του. Οι γραφιάδες φρόντιζαν να καταγράψουν τις εντολές του, τα έργα και τα κατορθώματα των ημερών του, για να μεταφερθούν σε κάθε άκρη της χώρας, σε κάθε στιγμή του χρόνου. Έτσι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα αυτά έπαιρναν την ξεχωριστή τους θέση στην Ιστορία. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος άλλος μοιραία θα τους ανέτρεπε.

Καμία αυτο-κρατορία τους δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τον χρόνο και να αποκτήσει διάρκεια εντός του, παρά κρατούσε μόνο όσο μπορούσε να διαρκέσει η (αυτ)απάτη τής κατακτητικής ισχύος της.

Κάτι που στηρίζεται στην κατακτητική μπότα ενός "εγώ", (είτε αυτό το "εγώ" είναι ένα άτομο, είτε μία πόλη ή ένα έθνος), πατάει μόνο με το ένα πόδι στη γη. Μόνο το "εμείς", η συνέχεια με τον άλλο, (το άλλο πόδι), και όχι η υποταγή του, μπορεί να δώσει ευστάθεια και κίνηση. Όταν ο άλλος περνιέται για υποστήριγμα, κάποια στιγμή θα ξεγλιστρήσει από τα χέρια αυτού που τον κρατάει υποχείριο, θα αντιδράσει στο βάρος του ξένου σώματος που τον πλακώνει και αυτό μοιραία θα σωριαστεί.

Ο κατακτητής κάνει πάντα το λάθος να εκλαμβάνει κάποια στιγμή την υποστηριγμένη αστάθειά του για ευστάθεια και τότε ή εφησυχάζει ή υπερεκτιμώντας τις δυνάμεις του επιτίθεται αλόγιστα και ηττάται. Το λάθος αυτό συμβαίνει όταν το εγώ του έχει φορτωθεί τόσο πολύ με λάφυρα και έχει αποκτήσει τέτοιο βάρος που να νομίζει ότι έχει ενσωματώσει και την ίδια τη βαρύτητα° ότι την έχει οικειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που αποκλείεται να πέσει Η κατάληξή του είναι μοιραία. Επειδή μέχρι τη στιγμή του λάθους οι επιλογές του έχουν επιβεβαιωθεί από την εκβιασμένη συγκατάθεση των ανθρώπων που έχουν υποταχτεί σε αυτές, του είναι αδύνατον να τις αλλάξει, παρά τις θεωρεί βεβαιωμένες και ως προς την φύση των πραγμάτων, η οποία όμως, αργά ή γρήγορα, θα τον διαψεύσει, και η «ιστορική» του ακμή θα οδηγηθεί αναπόφευκτα στην παρακμή.

Εντωμεταξύ κάποιος άλλος έχει προετοιμασθεί να πάρει τη θέση του κατακτητή. Γειτνιάζοντας σ’ αυτή, δεν τη γνωρίζει καλά και εποφθαλμιά τη χλιδή της νομίζοντας τη για πλούτο. Έτσι, με την κατάλληλη ευκαιρία ορμά να την καταλάβει και θρονιάζεται με τη σειρά του στο ίδιο ψέμα. Δεν μπορεί να αναγνωρίσει στην αστάθεια τού προηγούμενου το ριζικό του λάθος, παρά το νομίζει για ευκαιριακό και τρέχει να το εκμεταλλευτεί. Για να μην το επαναλάβει κάνει κάποιες επιφανειακές διορθώσεις στον τρόπο που ασκεί την εξουσία του, (διότι το έχει αντιληφθεί επιφανειακά και δεν έχει καταλάβει ότι το λάθος βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός της εξουσίας). Στο τέλος και αυτός θα υποκύψει στο ίδιο σφάλμα με τον προηγούμενο και θα αντικατασταθεί από τον επόμενο κατακτητή, ίδιο και απαράλλαχτο με αυτόν.

Αυτές οι διορθώσεις των εκάστοτε υπερισχυόντων δίνουν συχνά τη ψευδαίσθηση της ιστορικής αλλαγής, ενώ δεν είναι τίποτε παραπάνω από παραλλαγές στο μανδύα της εξουσίας που προσαρμόζεται κάθε φορά στη μόδα της εκάστοτε εποχής.

Από τη βασιλεία της Μεσοποταμίας μέχρι την κυριαρχία των Η.Π.Α., από το 3000 π.Χ. μέχρι το 2000 μ.Χ., το μόνο που έχει αλλάξει είναι η μετατόπιση των κέντρων που ελέγχουν τον άνθρωπο και τον εμποδίζουν να εξελιχθεί στον χρόνο. Το χθες με το σήμερα δεν διαφέρουν ουσιαστικά σε τίποτε και 5000 χρόνια ιστορίας δεν είναι παρά μία στιγμή καθηλωμένη στο δεκανίκι της εξουσίας.

Αν η Ιστορία συνεχίσει να διδάσκεται σαν δυναμική πορεία και δεν αποκαλύπτεται σαν ουσιαστική στασιμότητα, τότε το μόνο δίδαγμά της θα είναι για μεν τους αδύναμους η μοιρολατρία, για δε τους δυνατούς η επιδίωξη της εξουσίας. Οι αδύναμοι, αποδεχόμενοι την Ιστορία σαν την πραγματικότητα των αιώνων και όχι σαν το ψέμα μιας στιγμής, δεν θα μπορούν παρά να υποκύψουν στο βάρος της. Οι δυνατοί, γαλουχημένοι με παραδείγματα ιστορικών προσώπων, (που αντί για προσωρινά, θεωρούνται «αθάνατα»), θα θελήσουν να τα μιμηθούν.

Μόνο αν η ιστορία πάρει το σωστό της μέγεθος, θα μπορέσουμε να μετακινήσουμε τον όγκο της που μας πλακώνει, αυτή τη σώρευση του ψεύδους που περνιέται για ροή της αλήθειας. Όσο θα αποδεχόμαστε τον παραλογισμό της σαν λογική (ιστορική) αναγκαιότητα, η βούλησή μας θα εγκλωβίζεται και η σκέψη μας θα παγιδεύεται° το μόνο που θα μας απομένει θα είναι να περιμένουμε τον επόμενο κατακτητή μας.

Η μέχρι τώρα ιστορία δεν κινήθηκε τόσο ως προς την αναγκαιότητα του ανθρώπου να πλουτίσει, (με την ουσιαστική έννοια), όσο ως προς την υφαρπαγή του πλούτου από τους νικητές, και γι'αυτό ακριβώς τον λόγο ο άνθρωπος δεν προόδευσε ιδιαίτερα όλα αυτά τα χρόνια, εκτός σε θέματα τεχνικού λόγου (τεχνολογικά). Κάθε άλλος λόγος που δεν ασχολούταν με την ποσότητα, αλλά επικαλείτο την ποιότητα, δεν πέτυχε πολλά, παρά μόνο ελάχιστες αλλαγές κι αυτές κυρίως στην εξωτερική-αισθητική πλευρά της ανθρώπινης πραγματικότητας.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουν γίνει ελάχιστα. Η ιστορία δεν ήταν γεμάτη από την παρουσία του ανθρώπου, τα χρόνια της δεν ήταν γεμάτα από τον παλμό του, αλλά μόλις που σήμαιναν τον αδύναμο σφυγμό του. Η παθητική αποδοχή του παρελθόντος υποθάλπει αυτή την έλλειψη ρυθμού και συνεργεί στην παράταση της αρρυθμίας με κίνδυνο να πάθουμε στο μέλλον ιστορικό έμφραγμα. Μόνο η ενεργητική διεκδίκηση του παρόντος ως προς την ουσία μας, (και όχι την εξουσία), και η προσάρτηση τού σήμερα στο άρμα του χρόνου, μπορεί να μας ξεκολλήσει από το βάλτωμα της ιστορίας.

Το μόνο δυνατό μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από την Ιστορία, το μόνο μάθημα που μπορεί να δώσει στη δύναμή μας κάποια δυνατότητα, είναι ότι η πορεία της δεν είναι δικαιωμένη στον χρόνο, αλλά αδικαιολόγητα στάσιμη. Η επαναληπτικότητά της, (η εναλλαγή των εξουσιαστών στο μακάβριο μοτίβο ακμή-παρακμή), δεν έχει τίποτε να κάνει με την κυκλικότητα του χρόνου της φύσης, (την κυκλική εναλλαγή των εποχών της), και ακριβώς επειδή δεν είναι τεκμηριωμένη ως προς αυτήν, δεν είναι και αναπόφευκτη. Εφόσον δεν είναι αναπόφευκτη, μπορούμε, λοιπόν, να την αποφύγουμε κάνοντας το βήμα που θα μας βγάλει από τον φαύλο κύκλο των εξουσιαστών και θα μας επαναφέρει στην τροχιά του γίγνεσθαι. Κάθε συζήτηση που δεν ενδιαφέρεται για το πως θα αποδεσμευτούμε από αυτήν την απαράδεκτη ιστορία, αλλά αναλίσκεται στο να βρει τρόπους να βολευτούμε εντός της, (προβλέποντας ακόμη και τους επόμενους δυνάστες μας), είναι καταδικαστέα. Τον χρόνο που χάνουμε φιλολογώντας την ιστορία, κάποιος τον εκμεταλλεύεται για να την επαναλάβει.

Όσο παραμένουμε στο περιθώριο του χρόνου και δεν διεκδικούμε το γέμισμά του με την παρουσία μας, καμιά έκπληξη δεν θα μας περιμένει, παρά μόνον η πλήξη της ιστορίας.

23. H υστέρηση και η μετάθεση

Ο χρόνος γλιστράει μέσα από τα χέρια μας και η ζωή μας περνάει χωρίς να τη ζήσουμε, επειδή κάνουμε το λάθος να την αφήνουμε για μετά και δεν τη ζούμε τώρα. Υποθηκεύουμε το σήμερα σε ένα αύριο υποθέτοντας ότι αυτό θα μπορέσει να μας αποζημιώσει για την απώλεια του παρόντος χρόνου. Η υπόθεση αυτή είναι λάθος, αφού ο χρόνος δεν είναι κάτι μεταβιβάσιμο, δεν μπορεί να μοιραστεί σε ποσά και να μεταφερθεί, αλλά είναι μοναδικός και η κάθε του μέρα είναι ένα αδιάσπαστο μέρος της ακολουθίας του.

Δεν μπορείς να απομονώσεις από τον χρόνο κάποια μονάδα του χωρίς αυτή να χάσει την ουσία και το νόημά της. Ο διαχωρισμός του σήμερα από το αύριο είναι ανόητος, διότι το αύριο είναι το επόμενο σήμερα, (όπως και το σήμερα είναι το προηγούμενο χθες). Αν επιμένεις να τα διαχωρίζεις, τότε το αύριο πάντα θα σου διαφεύγει και ποτέ δεν θα έρχεται.

Αν λες ότι θα ζήσεις αύριο, δεν θα ζήσεις ποτέ. Μόνο διεκδικώντας τη ζωή σου στο σήμερα, (που είναι μαζί το αύριο και το χθες), μπορείς να ξημερώσεις σε μιαν άλλη μέρα.

Το διαρκές ζήτημα του ανθρώπου, από τη στιγμή που συνέλαβε την ειδοποιό διαφορά του, είναι η πλήρωσή του στον χρόνο, η ολοκλήρωση της μορφής του στο γίγνεσθαι, η ταύτιση της ύπαρξής του με το είναι του.

Το ανθρώπινο ον δεν έχει ακόμη καταφέρει να φτάσει στο απόλυτο της μορφής του και υστερεί. Η υστέρησή του σε πολλά σημεία είναι πραγματικότητα εκ του χρόνου που ως είδος (πράγμα) βρίσκεται στη ζωή (πράξη), διότι ο μέχρι τώρα χρόνος που είχε στη διάθεσή του από τότε που εμφανίστηκε στη γη, δεν του ήταν αρκετός να λύσει το πρόβλημα της υστέρησής του σε αυτά τα σημεία. Αυτή η έλλειψη είναι φυσιολογικά δικαιολογημένη στο βαθμό που του πήρε πολύ καιρό να ολοκληρώσει τη φυσιολογία του ως homo sapiens και μετά να αρχίζει να εξερευνά τις υπόλοιπες δυνατότητές του.

Ό,τι έχει καταφέρει μέχρι τώρα το μπόρεσε γιατί κινήθηκε με τη φόρα της ολοκλήρωσης του μέρους, και της ημέρας του, στο άρτιο του χρόνου. Αν είχε διαχωρίσει τον χρόνο του σε μέρη σχετικά και ανταλλάξιμα, δεν θα είχε προχωρήσει ούτε ένα βήμα. Το σχετικό που δεν συναλλάσσεται με το απόλυτο, αλλά εκλαμβάνεται ως ανταλλάξιμο με κάτι άλλο σχετικό, (το σήμερα που δεν νοείται ως ένα οπωσδήποτε τώρα, αλλά σαν ένα πιθανόν μετά), δεν έχει καμία δυναμική.

Η δυναμική των πραγμάτων ευφορείται εκ του γίγνεσθαι, που τα οδηγεί στην ταύτισή τους με το γένος. Το γένος είναι ένα και αδιαίρετο, είναι η πράξη της ενότητας. Το γένος είναι το απόλυτο εν και τα πράγματα αρθρούμενα με αυτό μπορούν έτσι να γίνονται. Αλλιώς, αποκλίνοντας το μέρος του χρόνου τους από την ολότητα του χρόνου, δηλαδή την ίδια την πράξη του γίγνεσθαι, (εφόσον το γίγνεσθαι συμβαίνει εν τω χρόνω), αποκλείονται εξ αυτής.

Η προσπάθεια του ανθρώπου να συγκλίνει το μέρος του με το όλον και η επιμονή του να βιώσει το τώρα σαν πάντα, τον ξεκόλλησε σαν είδος, (στον βαθμό που τον ξεκόλλησε), από το τότε στερημένο "σήμερα" του. Αν είχε μεταθέσει τη λύση της υστέρησής του στο αύριο, θα ήταν ακόμη στο χθες, κολλημένος στο πρωτογενή του βάλτο σε στάση αμφίβια, (αν το πρόπλασμά του ήταν αμφίβιο και όχι κάτι άλλο).

Η εκ της πραγματικότητας του χρόνου, (του χρόνου που είχε στη διάθεσή του μέχρι τώρα), έλλειψη του ανθρωπίνου είδους ως προς το γένος του, είναι δικαιολογημένη° η εξ αιτίας της εναντίωσης του σε αυτόν καθυστέρησή του στην ένδεια είναι αδικαιολόγητη. Δεν μπορούμε να επικαλεστούμε έλλειψη χρόνου για την έλλειψή μας, όταν τον χάνουμε σε ανόητες και εκτός της πραγματικότητάς του προσθαφαιρέσεις των ημερών μας. Όποιος επικαλείται την αποτελεσματικότητα για να θεμελιώσει αυτήν την παράλογη αριθμητική, παρεξηγεί την ίδια την έννοια της αποτελεσματικότητας.

Αποτελεσματικό {εκ του «απο-τελώ»} είναι αυτό που μας άγει στο τέλος μας, δηλαδή στην τελείωσή μας. Βαδίζοντας προς αυτό το τέλος, η θέση μας αγγίζει τη φύση και ταυτίζεται με αυτήν. Η πορεία της ταύτισης καλεί στη σύγκλιση κάθε στιγμής που βιώνεται χωριστά σε ενιαίο βίωμα° έτσι, προσκαλεί στη σύγκλιση του σήμερα με το αύριο σε ένα κοινό χρόνο, όπου το σήμερα δεν θα είναι λιγότερο ή περισσότερο «ζωντανό» από το αύριο.

Αυτοί που επικαλούνται την αποτελεσματικότητα και μας καλούν να συνεχίσουμε να υποθηκεύουμε το σήμερα για να ικανοποιηθούμε στο μέλλον, το κάνουν είτε εκ του πονηρού, είτε από βλακεία.

Η βλακεία είναι ότι με αυτό τον τρόπο ποτέ δεν πρόκειται να ικανοποιηθούμε, αλλά θα παραμένουμε στάσιμοι και μόνιμα ελλιπείς.

Η πονηριά βρίσκεται στο ότι όσο εμείς υποθηκεύουμε τις μέρες μας, κάποιοι άλλοι τις τοκίζουν για πάρτη τους. Οι εξουσιαστές ξεπήδησαν και ανδρώθηκαν μέσα από το χάσμα του δικού μας χρόνου. Αν κατάφεραν μια "ωραία" ημέρα να επι-τεθούν όλων των άλλων, είναι γιατί αυτοί οι άλλοι μετέθεσαν τη μέρα τους. Αν κατάφεραν να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους είναι γιατί οι υπόλοιποι υπολείφτηκαν του εαυτού τους και υποχώρησαν από τον χρόνο τους.

Το άλλοθι του εξουσιαστή είναι η "αποτελεσματικότητα". Επειδή περνιέται για ικανό άτομο παίρνει από τα άλλα άτομα τον χρόνο τους σήμερα με την υπόσχεση να τους τον επιστρέψει πλουσιότερο αύριο. Τα άλλα άτομα πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο θα λύσει αποτελεσματικά τη στέρησή τους και ξεγελιούνται. Κατ' αρχήν ο χρόνος δεν εκχωρείται, αλλά ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο γινόταν και ο διαχειριστής του τον επέστρεφε τοκισμένο την επομένη, θα είχε εντωμεταξύ κερδίσει κάποιες μέρες παραπάνω από τους άλλους προσθέτοντας στο δικό του σήμερα τόσες μέρες όσοι είναι και αυτοί που του παραχώρησαν τις δικές τους. Επειδή ακόμη και να τους επιστρέψει τις χαμένες τους μέρες, αυτός θα μετράει ήδη στον λογαριασμό του κάποιες παραπάνω από αυτούς, θα συνεχίσει να τους επιβάλλεται ως ανώτερος τους, και αυτοί θα συνεχίσουν να υστερούν από την ολότητα τους, αφού επέτρεψαν κάποιο άτομο να ξεχωρίσει από το όλον τους και να τους υποβιβάσει. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας "αποτελεσματικότητας" είναι η εξακολούθηση της στέρησης στο διηνεκές και η επαναληπτική αναπαραγωγή των ελλειμμάτων μας.

Η ιστορία έχει εμπλακεί σε αυτό τον μηχανισμό υστέρησης-μετάθεσης και γι' αυτό δεν είναι ουσιαστικά αποτελεσματική, αλλά καθηλωμένη σε μια μακάβρια επαναληπτικότητα. Ο καθένας που υποχωρεί από τον χρόνο του και μεταθέτει την ευθύνη της ημέρας του, είναι υπεύθυνος για αυτήν τη στασιμότητα.

24. H ευθύνη του ατόμου

Κάθε εγώ αναπτύσσεται με τη φόρα να δυναμώσει και να βεβαιωθεί ως δυνατό και ισχύον. Αυτό συμβαίνει εκ του γίγνεσθαι. Το γίγνεσθαι άγει όλα τα όντα στη μεγιστοποίηση των δυνατοτήτων τους, στην κορύφωση της δύναμής τους, ώστε να μπορέσουν κατόπιν να του δώσουν ισχύ και διάρκεια διαθέτοντας την πλεονάζουσα δύναμή τους σε πράξεις έρωτα και γέννας.

Από τη στιγμή που το γίγνεσθαι εφορμάται από την ανάγκη να γεμίσει το άπαν με κάθε δυνατή μορφή τού Είναι, δεν μπορεί να επιτρέψει κανένα κενό. Έτσι δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε για την καθυστέρησή μας αυτόν που την εκμεταλλεύτηκε και επεκτάθηκε πέραν των ορίων του, επειδή εμείς αδρανήσαμε. Εφόσον ο άλλος, εκ προοιμίου, θα επεκταθεί, αν εγώ του δώσω τον χώρο να το κάνει, είναι ευθύνη δική μου να μην του το επιτρέψω, αλλά κινούμενος με την ίδια ένταση με αυτόν να προλάβω τη βία του και να συγκρατήσω την ορμή του μέσα στα όρια της κοινότητάς μας.

Δεν μπορείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου από την επί-θεση του άλλου, όταν εσύ ο ίδιος παραμένεις κλεισμένος σε μία υπό-θεση και δεν παίρνεις θέση. Καμία θεωρία του δικαίου δεν μπορεί να σε προστατεύσει, όταν εσύ ο ίδιος αδικείς τον εαυτό σου στην πράξη. Ο άλλος φέρεται άδικα, όχι γιατί είναι εκ φύσεως διατεθειμένος να αδικήσει, αλλά γιατί η δική σου θέση, που υποχώρησε από τη φύση της, του επέτρεψε την αδικία.

Στην περίπτωση που πολλά μαζεμένα εγώ αποπειρώνται να συγκαλύψουν την προσωπική τους καθυστέρηση συνασπιζόμενα σε ένα ελλιπές "μαζί", δεν καταφέρνουν τίποτε περισσότερο από το να θρέψουν με τη μάζα τους τον νέο τους εξουσιαστή. Αυτός θα ξεπηδήσει μέσα από τις τάξεις τους ως πλέον ισχυρός αυτών, εφόσον αυτά αποφεύγουν την ισχύ τους και συγκαλύπτουν τη υστέρησή τους με σοσιαλίζοντα συνθήματα.

Το "μαζί" που δεν τίθεται ως η συνάντηση του εγώ και του εσύ, δηλαδή ως συνάντηση δύο (ή περισσοτέρων) διακεκριμένων ατόμων, είναι ανίσχυρο γιατί στερείται δυναμικής. Το "μαζί" είναι αποτελεσματικό μόνο ως προϊόν της δυναμικής του κάθε ατόμου ξεχωριστά, (του ατόμου που αναπτυσσόμενο προσωπικά φτάνει στο ζήτημα τού «μαζί» για να λύσει ζητήματα που ξεπερνούν τις δυνάμεις του)° αλλιώς είναι αδρανές και ατελέσφορο.

Η αδράνεια της μάζας δεν μπορεί να συγκρατήσει για πολύ το άτομο από την εκ γενετής φορά του για ισχύ και έτσι κάποιος, αργά η γρήγορα, θα ξεχωρίσει από τη μάζα και θα της επιβληθεί. Αν δεν θέτει ο καθένας προσωπικά το ζήτημα του σε κάθε κοινωνικό κίνημα που γίνεται, ο ολοκληρωτισμός θα ξεπηδάει μοιραία μέσα από αυτό διαψεύδοντας κάθε προσδοκία.

Σωστή τακτική είναι αυτή που θέτει τον στρατηγικό της στόχο στο παρόν και δεν τον μεταθέτει στο μέλλον. Ο στρατηγικός στόχος του κάθε ατόμου είναι η ολοκλήρωσή του εν τω γίγνεσθαι, με την ενδυνάμωσή του αρχικά ως εγώ και τη συνεύρεσή του μετά με ένα άλλο εγώ σε ένα γόνιμο εμείς. Μία τακτική που δυναμώνει το άτομο προωθώντας τον στρατηγικό του στόχο το εντάσσει ταυτόχρονα στο σύνολο. Το σύνολο που απαρτίζεται από μέρη δυνατά μπορεί να προστατευτεί από την αυθαιρεσία και να προοδεύσει σαν κοινότητα.

Κάθε άτομο είναι το μέσον μέσω του οποίου το Είναι παίρνει σάρκα και οστά και πραγματώνει το γίγνεσθαί του. Όταν το άτομο από μέσον ενός σκοπού, από μέρος ενός όλου, γίνεται το ενδιάμεσο ενός μέσου, τον μόνο σκοπό που εξυπηρετεί είναι ένα άλλο άτομο-μέσον.

Η ταύτιση του μέσου και του σκοπού, η σύγκλιση της τακτικής και της στρατηγικής, συναρτά το άτομο, ως μέρος, με το όλον, και το άγει στην ολοκλήρωσή του. Οποιαδήποτε τακτική που δεν συντάσσεται με την πράξη της ολοκλήρωσης, (τη στρατηγική), υποτάσσει το άτομο στις επιταγές της εξουσίας.

Όσοι ζητάνε από τους άλλους να υποταχθούν σήμερα ως άτομα, για να προαχθούν αύριο ως κοινότητα, δεν είναι παρά προαγωγοί των συμφερόντων τους° η υποτέλεια των άλλων είναι αποτελεσματική μόνο για την ιδιοτέλεια τους.

Από την άλλη, όπως το υποτελές άτομο συμφέρει μόνο τους επιτελείς του, έτσι και το άτομο που δεν συντελεί στην κοινότητα, αλλά διατελεί χωριστά αυτής, δεν εξυπηρετεί παρά μόνο αυτούς που της επιβάλλονται. Όπως η απρόσωπη μάζα είναι ανίσχυρη να προστατευτεί από την αδικία, έτσι και ο ατομισμός είναι ανίκανος να φτάσει στο κράτος του δικαίου.

Το άτομο είναι το μέσον του σκοπού του Είναι και όχι σκοπός του εαυτού του. Αυτό που του δίνει τη δύναμη και του επιτρέπει να ίσταται ως κάτι ξεχωριστό, αυτό που του παρέχει τη δυνατότητα να υπάρχει, είναι ο σκοπός του Είναι, που το χρειάζεται ως μέσον για να εκπληρωθεί και να πληρώσει το άπαν με κάθε δυνατή μορφή του.

Ο ατομισμός δίνει την ευκαιρία στους κερδοσκόπους να πλουτίσουν, όπως η μαζοποίηση δίνει την ευκαιρία στους εξουσιαστές να κυβερνήσουν, και στη συνέχεια να συνεργαστούν οι μεν με τους δε, για να επιβάλλουν ένα καθεστώς ολιγοπωλιακής ολιγαρχίας, όπως αυτή που διαφαίνεται να συγκροτείται σε παγκόσμια κλίμακα σήμερα, εκμεταλλευόμενη την κρίση των κοινωνικών κινημάτων, που αδυνατούν να βρουν τη σύνθεση ανάμεσα στο ατομικό και το μαζικό και να συστήσουν μια δυναμική συλλογικότητα.

Ο ατομισμός και η μαζοποίηση, με τον τρόπο του ο καθένας, εκκολάπτουν εκείνα τα άτομα που εκμεταλλευόμενα τη δυνατότητά τους για ισχύ, αργά ή γρήγορα, θα υπερ-ισχύσουν. Ο ασφαλής τρόπος για να αποτραπεί αυτό είναι το κάθε άτομο να κινείται απαρέγκλιτα ως προς τη φύση του για να εκπληρώσει τόσο την αναγκαιότητά του ως μονάδα, όσο και την ικανότητα του ως κοινότητα και συλλογικότητα. Η υποχώρηση από τη φύση και όχι η φύση είναι που παράγει τους δυνάστες. Ο μόνος που ευθύνεται για το κακό που γίνεται είσαι εσύ ο ίδιος που έπαυσες να είσαι ο εαυτός σου και εγώ ο άλλος μαζί.