Ο φόβος μάς κρατάει σε απόσταση από το άλλο εκείνο που η προσέγγισή του και μόνο μας τρέπει σε φυγή. {"Φόβος" εκ του "φέβομαι": τρέπομαι εις φυγήν.}
Κάθε άλλο έξω από τον εαυτό μας είναι κάτι ξένο° όταν το ξένο εκλαμβάνεται ως εχθρικό νιώθουμε να μάς απειλεί. Το εχθρικό που θεωρείται ικανό να πραγματοποιήσει την απειλή του, προξενεί φόβο. Αν το ξένο θωρείται προσπελάσιμο, δηλαδή προσεγγίσιμο, ο εαυτός μας ανοίγεται στη φιλοξενία του ικανοποιώντας τη ψυχική του ανάγκη για οικειότητα-ενότητα με το άλλο.
Το άτομο επιδιώκει την ενότητά του με το άλλο, αλλά το φοβάται διωκόμενο μακριά του όταν αυτό το άλλο μπορεί να διαλύσει την ίδια την ατομική του ενότητα και να το καταστρέψει.
Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως γενναίος γιατί η ίδια η γέννα του {"γενναίος" εκ του "γέννα"} τον οδηγεί στην ενότητα, αφού εξ αυτής έχει προέλθει. Υπακούοντας, λοιπόν, στην ίδια τη φύση του, μπορεί να ξεπεράσει τον φόβο. Εφόσον η θέση του υστερεί της φύσης του, φοβάται. Η πρόοδος του, η προσέγγιση της θέσης του στη φύση του, τον ξεφοβίζει και κάνει το ψέμα να υποχωρεί.
Το ανθρώπινο ον κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να προοδεύσει και να μην απειλείται άμεσα από τα άλλα όντα γιατί φέρθηκε με γενναιότητα, σύμφωνα με την ίδια του τη γέννα. Η γέννα του σημαίνει τη γέννηση του έλλογου όντος. Το ανθρώπινο ον γίνεται γενναίο φερόμενο έλλογα.
Αυτό που δυσκολεύει τον λόγο-γενναιότητα να κινηθεί σε ενότητα-αλήθεια, αυτό που τον χωρίζει από αυτήν, είναι το ψέμα-φόβος.
Το ψέμα που οφείλεται στον φόβο της φύσης ξεπερνιέται μέσω της ίδιας της γενναίας φύσης του ανθρώπου και σταδιακά υποχωρεί. Ο φόβος αυτός δικαιολογείται ως φυσικός και ακριβώς επειδή δικαιο-λογείται ξεπερνιέται μέσω της ίδιας της φυσικής κίνησης του λόγου προς το δίκαιο και αληθές. Το εκ της φύσεως ψεύδισμα {ψεύδος} υποχωρεί στην ανάγκη μας να αρθρώσουμε τέλεια το σύμφωνο της αλήθειας.
Το ψέμα που οφείλεται στον φόβο του άλλου ανθρώπου είναι αδικαιολόγητο ως προς την φύση και αποκτάει διάρκεια λόγω μίας θέσης που επιμένει να αγνοεί αυτή τη φύση και να φοβάται αφύσικα. Αν εννοήσουμε ο ένας τον άλλο ως προς την φύση του κι όχι ως προς την θέση του, ο φόβος αυτός υποχωρεί ως μη αναγκαίος και αναπόφευκτος.
Από τη στιγμή που ο καθένας μας φοβάται ούτως ή άλλως δικαιολογημένα, το να φοβάται ο ένας τον άλλο είναι άδικο. Ο άδικος φόβος είναι το ενδοανθρώπινο κρύμμα* , είναι αυτό που μας στερεί-κρύβει την αλήθεια και τον πλούτο της, χωρίς να είναι αναγκαίο.
Ο φόβος του ενός προς τον άλλο, δηλαδή ο φόβος του φόβου, γίνεται τρόμος και σπέρνει αδικαιολόγητο πανικό. Το ψεύδισμα γίνεται τραύλισμα και τρεμούλα της αλήθειας. Στο κράτος του τρόμου, (του φόβου που έχει αποκτήσει μίαν υπερβολική ισχύ διπλασιάζοντας τον εαυτό του σαν φόβος του φόβου), βασιλεύει η αδικία και το ψέμα.
Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε, αυτό που προηγείται κάθε άλλης προσπάθειας, είναι να απελευθερώσουμε τη θέληση μας από τον μη αναγκαίο φόβο, από τον εξαναγκασμό της στο εκούσιο ψεύδος° σ' αυτό το ψεύδος που όντας εκούσιο-θεληματικό την ακυρώνει σαν θέληση και μας υποβιβάζει σαν ανθρώπινη βούληση, δηλαδή σαν σκέψη.
Αν θέλουμε τον πλούτο, πρέπει να ξεπεράσουμε αυτό που μας στερεί την αναζήτησή του στον κόσμο, πρέπει να ξεπεράσουμε το εμπόδιο που βάζει ο ένας στον άλλο καθηλώνοντας τον στην αναίτια και άδικη φτώχεια. Έχοντας πριν από όλα διανύσει την απόσταση που μας χωρίζει από φόβο μεταξύ μας, μπορούμε μετά να ανοιχτούμε με φόβο και δέος, αλλά όχι τρόμο και πανικό, στην αναζήτηση του απόλυτου που θα μας ολοκληρώσει.
Αν το μεταξύ μας προηγείται και έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος είναι γιατί, ενώ ο φόβος μας ως προς την φύση έχει τώρα πια λιγοστέψει, ο μεταξύ μας φόβος και η μοναξιά έχουν περισσέψει.
* Δεν πρόκειται για ορθογραφικό λάθος αλλά για συνειδητή παρέμβαση στη διατύπωση της λέξης ως «κρύμμα» εκ του κρύπτω και όχι ως κρίμα.
Το πνεύμα της εποχής
6 years ago
No comments:
Post a Comment