Σε τι χρειάζεται όμως ο λόγος και γιατί η πράξη από μόνη της δεν είναι αρκετή;
Κατ' αρχήν, στο ανθρώπινο ον καμία πράξη δεν πάει από μόνη της και πάντα συνοδεύεται από τον λόγο, (είτε προηγούμενου αυτής, είτε επόμενου). Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος είναι έλλογο όν. Όποια αντίθετη ερμηνεία ξεχωρίζει το ένα από τα δύο ως προτιμότερο, τον διαχωρίζει από την ίδια την φύση του. Άλλωστε, ο ίδιος ο λόγος είναι για τον άνθρωπο ένα είδος θεωρητικής πράξης.
Κάθε πράξη έχει, φανερά ή κρυφά, το αντίστοιχό της ανά-λογο. Ακόμα και η πιο σκοτεινή αναζητεί τη δικαίωση της στον λόγο, τη δικαιολόγηση της.
Η θεωρία είναι ο τρόπος που βλέπουμε {θεωρούμε} τα πράγματα και όπως τα βλέπουμε κινούμαστε σε αυτά, προχωρούμε σε πράξη. Η απουσία της θεωρίας μοιάζει με το απόλυτο σκοτάδι όπου κάθε κίνηση καθίσταται αδύνατη. Μπορούμε να προχωρήσουμε μόνο ως εκεί που μπορούμε να διακρίνουμε, έστω και αμυδρά, έστω κι όσο έχουμε απλώς την υποψία του χώρου. Πέραν αυτού, τίποτα.
Ο άνθρωπος θεωρεί {διακρίνει} μέσω του λόγου και διακρίνεται από τα άλλα όντα μέσω αυτού. Ακόμη και όταν του συμβαίνουν γεγονότα απρόβλεπτα που δοκιμάζουν την κρίση του, όταν σκοντάφτει σε πράγματα που δεν τα έχει υπολογίσει σωστά, κινητοποιεί πάλι τον μηχανισμό του λόγου για να καταλάβει το λάθος του.
Όσο πιο γρήγορα κινείται αυτός ο μηχανισμός μέχρι του σημείου να λειτουργεί αυτόματα και να εννοεί ταυτόχρονα το συμβάν (την ώρα που συμβαίνει), τόσο ο άνθρωπος εξοικειώνεται με αυτό. Αλλιώς αισθάνεται απόσταση από τα πράγματα και τις πράξεις του° κάτι που αναιρεί τη φορά του προς ολοκλήρωση, προς ταυτότητα λόγων και έργων, προς ενότητα με τον άλλο, (είτε αυτός ο άλλος είναι ένας άλλος άνθρωπος, είτε ο υπόλοιπος κόσμος).
Η ευφορία μας εξαρτάται από τη σύγκλιση της πρακτικής μας με τη φυσική μας ροπή-φορά για την πλήρως έλλογη πράξη. Όσο τη φέρουμε καλώς (= ευ), τόσο ευ-φορούμαστε.
Η εγρήγορση του λόγου εξυπηρετεί τη ψυχική μας ανάγκη για ενότητα, ενώ ο λήθαργος του αντιφάσκει με αυτή και μας διχάζει παράγοντας δυσφορία.
Κατ' αρχήν, στο ανθρώπινο ον καμία πράξη δεν πάει από μόνη της και πάντα συνοδεύεται από τον λόγο, (είτε προηγούμενου αυτής, είτε επόμενου). Αυτό συμβαίνει γιατί ο άνθρωπος είναι έλλογο όν. Όποια αντίθετη ερμηνεία ξεχωρίζει το ένα από τα δύο ως προτιμότερο, τον διαχωρίζει από την ίδια την φύση του. Άλλωστε, ο ίδιος ο λόγος είναι για τον άνθρωπο ένα είδος θεωρητικής πράξης.
Κάθε πράξη έχει, φανερά ή κρυφά, το αντίστοιχό της ανά-λογο. Ακόμα και η πιο σκοτεινή αναζητεί τη δικαίωση της στον λόγο, τη δικαιολόγηση της.
Η θεωρία είναι ο τρόπος που βλέπουμε {θεωρούμε} τα πράγματα και όπως τα βλέπουμε κινούμαστε σε αυτά, προχωρούμε σε πράξη. Η απουσία της θεωρίας μοιάζει με το απόλυτο σκοτάδι όπου κάθε κίνηση καθίσταται αδύνατη. Μπορούμε να προχωρήσουμε μόνο ως εκεί που μπορούμε να διακρίνουμε, έστω και αμυδρά, έστω κι όσο έχουμε απλώς την υποψία του χώρου. Πέραν αυτού, τίποτα.
Ο άνθρωπος θεωρεί {διακρίνει} μέσω του λόγου και διακρίνεται από τα άλλα όντα μέσω αυτού. Ακόμη και όταν του συμβαίνουν γεγονότα απρόβλεπτα που δοκιμάζουν την κρίση του, όταν σκοντάφτει σε πράγματα που δεν τα έχει υπολογίσει σωστά, κινητοποιεί πάλι τον μηχανισμό του λόγου για να καταλάβει το λάθος του.
Όσο πιο γρήγορα κινείται αυτός ο μηχανισμός μέχρι του σημείου να λειτουργεί αυτόματα και να εννοεί ταυτόχρονα το συμβάν (την ώρα που συμβαίνει), τόσο ο άνθρωπος εξοικειώνεται με αυτό. Αλλιώς αισθάνεται απόσταση από τα πράγματα και τις πράξεις του° κάτι που αναιρεί τη φορά του προς ολοκλήρωση, προς ταυτότητα λόγων και έργων, προς ενότητα με τον άλλο, (είτε αυτός ο άλλος είναι ένας άλλος άνθρωπος, είτε ο υπόλοιπος κόσμος).
Η ευφορία μας εξαρτάται από τη σύγκλιση της πρακτικής μας με τη φυσική μας ροπή-φορά για την πλήρως έλλογη πράξη. Όσο τη φέρουμε καλώς (= ευ), τόσο ευ-φορούμαστε.
Η εγρήγορση του λόγου εξυπηρετεί τη ψυχική μας ανάγκη για ενότητα, ενώ ο λήθαργος του αντιφάσκει με αυτή και μας διχάζει παράγοντας δυσφορία.
No comments:
Post a Comment