Monday, September 17, 2007

39. Το εργαλείο του λόγου

Δεν μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως ένα εργαλείο, (να χρησιμοποιηθεί έτσι ώστε να παράγει το μέγιστο, που θα μας προήγαγε σε έναν ανώτερο βαθμό πολιτισμού), αν δεν ξέρουμε καλά πώς λειτουργεί. Το χρησιμότερο εργαλείο που διαθέτουμε για την πρόοδό μας ως έλλογα όντα είναι ο λόγος, κι όμως πολλοί δεν το γνωρίζουν καλά και δεν το αξιοποιούν για τη μεγιστοποίησή τους, παρά το χρησιμοποιούν στο ελάχιστό του.

Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε τις δύο σημασίες της λέξης «λόγος» στα ελληνικά. Η μια αναφέρεται στο «λέγειν», ως πράξη της γλώσσας και αποτέλεσμα της σκέψης. Η άλλη αναφέρεται στον «λόγο», ως τρόπο της σκέψης, ως το λειτουργικό σύστημα στο οποίο βασίζεται για να εκφέρει κρίσεις ορθές, κατ’ αναλογία του Λόγου, ήτοι του τρόπου που οργανώνεται ο κόσμος.

Ο λόγος, ως τρόπος, (που τον γράφουμε εδώ τονισμένα για να τον ξεχωρίζουμε) προσφέρει στη νόηση τη δυνατότητα να ερμηνεύσει την πραγματικότητα ορθά και να υποδείξει έτσι τον σωστό τρόπο της πραγματοποίησής μας.

Ο άνθρωπος προοδεύει στον βαθμό που πράττει αναλόγως του λόγου του και ακολουθεί όσα του έχει υποδείξει η χρήση του, ενώ δηλαδή σκέπτεται έλλογα καθώς συνομιλεί (με τον εαυτό του ή με τους άλλους) μέσω της γλώσσας (προφορικής ή γραπτής).

Ο σημερινός άνθρωπος, έχοντας στη διάθεσή του τα μέχρι τώρα προϊόντα του λόγου, (ό,τι έχει εκφραστεί και καταγραφεί μέχρι τις μέρες μας), δεν χρειάζεται να παράγει εξ αρχής τις λέξεις και τις έννοιες που θα τον επιτρέψουν να καταλάβει τον κόσμο στα βασικά του, αλλά, εφόσον ήδη γνωρίζει πολλές από αυτές, δύναται να προχωρήσει στο παραπέρα τους. Η δύναμη του λόγου απελευθερωμένη από την ανάγκη να ονομάσει πράγματα και σχέσεις που ήδη έχουν ονομασθεί, έχει τη δυνατότητα να διαθέσει το πλεόνασμά της, (το απελευθερωμένο της υπόλοιπο), για την πρόοδο που μας φέρει πιο κοντά στην ολοκλήρωσή μας.

Ο άνθρωπος εργαζόμενος έλλογα επί αιώνες παρήγαγε ένα μεγάλο αριθμό λέξεων, που το σύνολό τους απαρτίζει τον μέχρι τις μέρες μας διατυπωμένο λόγο. Κάθε γνωστή λέξη είναι προϊόν της εργασίας του λόγου° μιας εργασίας που πέραν του να παράγει ένα έργο απλώς αρκετό για να ονομάσει τα στοιχειώδη, διέθεσε το πλεόνασμα της ενέργειάς της για να εμπλουτίσει το εργαλείο του λόγου έτσι ώστε να τη βοηθήσει να προσλάβει τον μέγιστο δυνατό πλούτο.

Ο λόγος ως εργαλείο έχει εξελιχθεί μέσω της διάθεσης του πλεονάσματός του, ήτοι του περισσευούμενου έλλογου δυναμικού που μη αρκούμενο στην επανάληψη των στοιχειωδών που είχαν ονομασθεί διετέθη στη διατύπωση αυτών που ακολουθούσαν, των πιο εξελιγμένων ιδεών, που καταπιάνονταν με σχέσεις ανώτερης τάξης. Αυτή η διαδικασία της αποπεράτωσης παρήγε μία σειρά λέξεων που η μία είναι ανώτερη της άλλης, από την άποψη ότι κάνει ένα βήμα πιο πάνω στην τάξη του Λόγου.

Οι λέξεις που κυριολεκτούν τις άμεσες ιδιότητες του Λόγου (π.χ. οι λέξεις "καλό", "αλήθεια", "απόλυτο") είναι οι λέξεις πρώτης τάξεως. Όσο κατεβαίνουν προς τα κάτω δίνοντας όνομα σε μία πραγματικότητα παραδειγματική (π.χ. οι λέξεις "ηθική", "πράττω", "σχετικό") είναι υποτακτικές των πρώτων, για να φτάσουν κατεβαίνοντας στη στοιχειώδη τάξη, όπου δίνουν απλώς όνομα στα πράγματα (πχ. "γάτα", "τραπέζι", κλπ.)

Ακολουθώντας τη σειρά των πραγμάτων που ονόμαζε, ο λόγος διαμορφώθηκε κατά ανάλογο τρόπο με την πραγματικότητα, δηλαδή τριαδικά, και όχι πάνω σε μια δυϊστική πατέντα, όπου κάθε λέξη να έχει το ισοδύναμο αντίθετό της. Όπως κάθε πράγμα που υπάρχει δηλώνει την υπεροχή της θέσης του έναντι της άρσης του (αλλιώς δεν θα υπήρχε), έτσι και κάθε λέξη υπερέχει αυτής που της ανθίσταται και για αυτό μπορεί να ίσταται ως κάτι διαφορετικό.

Ό,τι υπάρχει καθίσταται δυνατό λόγω της υπεροχής του απέναντι σε αυτό που το επιβουλεύεται. Δίνοντας λέξεις για ό,τι υπάρχει, ουσιαστικά ονομάζουμε κάτι το υπέροχο και υπερέχον του δυϊσμού° υμνούμε την γονιμότητα του γίγνεσθαι, την πλεονάζουσα τριαδικότητα.

Ανάλογα σε ποια κατάσταση των πραγμάτων αναφερόμαστε, ο λόγος διαπραγματεύεται μεγέθη ποιοτικά μέγιστα ή ελάχιστα. Η πραγματικότητα όντας οργανωμένη τριαδικά διακρίνεται σε τρίτη, δεύτερη και πρώτη, με την τρίτη να κατέχει την υψηλότερη θέση στο γίγνεσθαι αφού, όντας το πλέον πρόσφατο παράγωγό του, είναι η πιο ανεπτυγμένη έκφραση του Λόγου στα πράγματα. Το τρίτο είναι ο τύπος του ρήματος και έτσι οι λέξεις ρήματα είναι ποιοτικά μέγιστες.

Οι λέξεις που δεν ανήκουν στα βασικά μέρη μιας πρότασης, (ρήμα, υποκείμενο ή αντικείμενο), αλλά αναφέρονται στο όλον της και ονομάζουν το πλήρες και διηνεκές της ροής του γίγνεσθαι, (π.χ. η λέξη "αλήθεια"), δεν είναι απλώς ανώτερες αυτών που ονομάζουν τα μέρη της πρότασης, αλλά ίστανται ανώτατες όλων. Βρίσκονται πέρα από κάθε σύγκριση και κινούνται σε άλλη τάξη: στην πρώτιστη, (όχι την πρώτη στην τριαδική σειρά, αλλά λέγοντας την "πρώτιστη" εννοούμε πρωτίστως την ίδια την τριαδικότητα). Πάνω από αυτές δεν υπάρχει καμία άλλη, αφού, άλλωστε, αυτές ονομάζουν το άπαν.

Από την άλλη, οι απόλυτα αντιτιθέμενες λέξεις, αυτές που σημαίνουν καθαρή αντίθεση και αρνούνται κάθε πρόταση, (π.χ. η λέξη «ψέμα»), ονομάζουν κάτι το μη υπάρχον και γι'αυτό χαρακτηρίζονται αποφατικά, (εφόσον το τίποτε δεν μπορεί να είναι αυτό προς το οποίο τείνουμε, αλλά αυτό το οποίο θέλουμε να αποφύγουμε.)

Επειδή η κατάφαση υπερισχύει της αποφατικότητας, (όπως η ζωή υπερισχύει του θανάτου), οι απόλυτα θετικές λέξεις, όπως το "καλό", είναι πιο δυνατές και ακυρώνουν με την δύναμη τους τις απόλυτα αρνητικές, όπως το "κακό".

{Οι λέξεις του κακού δεν είναι απλώς κατώτερες των μερών της πρό-τασης, αλλά μη έχοντας καμία τάση και δύναμη είναι ένα σκέτο προ, βρίσκονται δηλαδή προ της τάσης του Είναι να γίνει κάτι και έτσι να μιληθεί ως πρόταση.}

Ο λόγος, παρακολουθώντας την τριαδικότητα του γίγνεσθαι, ξεκόλλησε από την κατ' αρχή αδιαμόρφωτη κατάστασή του και κατάφερε να εξελιχθεί σε εκείνο το εργαλείο που παρέχει στον άνθρωπο τη δυνατότητα κινηθεί σύμφωνα με τον Λόγο και να δικαιωθεί ως το εκ-λεκτό παιδί Του.

Όταν η σκέψη δεν αντιλαμβάνεται τον λόγο ως μεταφορά της τριαδικότητας στη νόηση και δεν αναγνωρίζει τον τρόπο που είναι οργανωμένος, χάνει το πλεονέκτημά του και παραμένει στάσιμη.

Όσο και αν η αύξηση των επιμέρους λόγων, των λόγων δηλαδή που ονομάζουν το επιμέρους, π.χ. ο επιστημονικός λόγος, δίνει την εντύπωση της ανάπτυξης της σκέψης, στην πραγματικότητα αυτή εμμένοντας στο επιμέρους δεν προάγει το γίγνεσθαι του ανθρώπου, αλλά το διασπά.

Οι επιμέρους λόγοι όταν επεξεργάζονται χωριστά από τον φιλοσοφικό λόγο, ήτοι τον λόγο που ασχολείται με τις λέξεις πρωτίστου τάξεως, εγκαθιστούν μία διπολική σχέση με την πραγματικότητα, (όπου ο ένας πόλος είναι το υποκείμενο, ας πούμε ο επιστήμων, π.χ. γιατρός, και ο άλλος το αντικείμενο, π.χ. η ιατρική) και έτσι στερούνται του ρήματος, άρα, και του απολύτου, (εφόσον το ρήμα, όντας ο τύπος της τριαδικότητας, ολοκληρώνει την πρόταση και την οδηγεί στο απόλυτο).

Το ρήμα είναι ο τύπος της τριαδικότητας από την άποψη ότι μέσω αυτού η τριαδικότητα διατυπώνεται ως η σχέση των δύο μερών της πρότασης, του υποκειμένου και του αντικειμένου, προς κάτι το τρίτο, το γίγνεσθαι.

Το ρήμα είναι το ποιητικά μέγιστο μέρος της πρότασης, μέσω του οποίου αυτή ανοίγεται στο απόλυτο και στις λέξεις που το κυριολεκτούν. Το ρήμα δείχνοντας τη σχέση, (του υποκειμένου με το αντικείμενο), υπομιμνήσκει το απόλυτο ως την τέλεια σχέση που είναι και μας δίνει, έτσι, ένα υπό-δειγμα της κυριολεξίας του.

Ο επιμέρους λόγος ονομάζει τη σχέση των μερών μεταξύ τους και όχι του μέρους με το όλον, (όπως κάνει ο φιλοσοφικός). Τα ρήματα του δεν υπομιμνήσκουν άμεσα το απόλυτο, αλλά το υπαινίσσονται έμμεσα, ακριβώς επειδή δεν συναρτούν το μέσον με το σκοπό του, αλλά εξετάζουν την σχέση των μέσων μεταξύ τους. Εμμένοντας, όμως, στην εμμεσότητα, τα ρήματά του επιμέρους λόγου, εξασθενίζουν και μόλις που θυμίζουν αχνά την καταγωγή τους από την τριαδικότητα: χωρίς τον αγωγό της φιλοσοφίας αποκόβονται από τη ροή του γίγνεσθαι που θα τα δυνάμωνε.

Κατά μία έννοια η φιλοσοφία είναι το ρήμα-ροή που άγει τον επιμέρους λόγο, ως υποκείμενο, στο αντικείμενο του, την ολότητα και το απόλυτο. Υπ' αυτήν την έννοια είναι που λέμε ότι όταν ο επιμέρους λόγος αναπτύσσεται χωριστά της φιλοσοφίας στερείται του ρήματός του.

Η φιλοσοφία αναδεικνύοντας τη σχέση-ρήμα ανάμεσα στο ειδικό-επιμέρους και στο γενικό-όλον, παρέχει στον ειδικό-επιμέρους λόγο τις γενικές έννοιες, (τις λέξεις πρωτίστου τάξεως), που τον βοηθούν στην εννόηση του γένους του. Εννοώντας το γένος του, ο ειδικός λόγος εννοεί και την κοινή καταγωγή του με τον λόγο κάθε άλλης ειδικότητας κι έτσι μπορεί να συνδιαλλαχθεί μαζί του εντός της κοινότητας.

Χωρίς ρήμα δεν υπάρχει γίγνεσθαι και οι επιμέρους λόγοι στερούμενοι εκείνων των λέξεων που τους φέρνουν σε επαφή με το όλον, χάνουν την επαφή με το ρεύμα του ανθρώπινου γίγνεσθαι που θα τους ένωνε σε μια κοινή κατεύθυνση υπέρ της προόδου. Όσο και αν πολλαπλασιάζουν τις λέξεις τους ως προς εαυτόν, (και όχι ως προς τον άλλο), δεν καταφέρνουν τίποτε περισσότερο από το να περιχαρακωθούν με ακόμη υψηλότερα τείχη, στα οποία εγκλωβίζεται η ανθρώπινη σκέψη.

Αν υπάρχει κάποιος λόγος που συνέχει το μέρος με το όλον, συγκρατεί το σχετικό στη συνάρτησή του με το απόλυτο και φρενάρει την εκβιαστική γενίκευση του εγώ σε εγωισμό, αυτός είναι ο φιλοσοφικός λόγος. Το αντικείμενό του δεν επιμερίζεται σε κάτι το ειδικό, αλλά είναι το όλον. Οι λέξεις που χειρίζεται είναι οι λέξεις πρωτίστου τάξεως, τουτέστιν αυτές που κυριολεκτούν την τριαδικότητα και ανοίγουν τη νόηση στη σύλληψη της ροής του γίγνεσθαι° είναι οι λέξεις γένους, οι γενικές έννοιες.

Χωρίς το γενικό και τον συντονισμό του με αυτό, το ειδικό εκτρέπεται στην υπερβολή και χάνει το μέτρο και τον ρυθμό του. Η φιλοσοφία, ως λόγος του γενικού, είναι ο τόνος που πρέπει να ακολουθεί κάθε όργανο λόγου προκειμένου να είναι συντονισμένο στη συμφωνία της ενότητας.

Ο διαχωρισμός κάποιων ατόμων από την κοινότητα και η εξουσιαστική επιβολή τους πάνω στο σύνολο καθίσταται δυνατή επειδή ο γενικός λόγος της φιλοσοφίας αδυνατεί να τεθεί κεντρικά και παραμερίζεται από τον ειδικό. Η αναδυόμενη σήμερα παγκόσμια επικράτηση των ολιγοπωλίων εκμεταλλεύεται την ελαχιστοποίηση του γενικού λόγου και τη μεγέθυνση του ειδικού για να εδραιωθεί χωρίς σοβαρές αντιστάσεις.

Ενώ το εργαλείο του γενικού λόγου μάς έχει δοθεί από το παρελθόν ως το πλεόνασμα των τότε ημερών του, όταν εμείς δεν το χρησιμοποιούμε για να προοδεύσουμε, αλλά το αφήνουμε σε κάποιους ειδικούς, αυτός χάνει τη γενικότητά του και αχρηστεύεται σαν μέσο αντίστασης στους εξουσιαστές.

Ο καθένας έχει στα χέρια του το βασικό εργαλείο του γενικού λόγου, (για αυτό λέγεται και γενικός). Σχεδόν όλες οι φιλοσοφικές λέξεις είναι στη διάθεση του και δεν χρειάζεται ακαδημαϊκή παιδεία για να τις μάθει. Οι λέξεις "αλήθεια", "καλό", "δίκαιο" κ.λ.π. έχουν κληρονομηθεί σε όλους. Δεν είναι σαν τις εξειδικευμένες που χρειάζονται μακρόχρονες σπουδές για να μαθευτούν. Αρκεί να διεκδικήσεις τα δικαιώματα σου πάνω σ' αυτήν την κληρονομιά, (τα οποία κανείς δεν μπορεί να σου τα στερήσει εκτός από εσένα τον ίδιο), για να γίνει όλη η φιλοσοφία δική σου.

2 comments:

Anonymous said...

Υπάρχουν ΟΛΟΚΛΗΡΑ βιβλία χωρίς ΕΝΑ ρήμα (και είναι και πολύ ευχάριστα στο διάβασμα και στην κατανόηση)

stratos said...

Σε αυτά τα βιβλία τα ρήματα μπορεί να μην γράφονται αλλά εννοούνται. Υπάρχουν σαν συμφραζόμενα ή σαν γέφυρες που κάνει ο αναγνώστης με τη δική του σκέψη και συνδέει τα ονόματα μεταξύ τους ή με κάτι έξω από αυτά.

Πάντως, ενδιαφέρουσα η παρατήρηση σου, κι ευχαριστώ.