Ο λόγος δεν είναι οργανωμένος τυχαία, ούτε και αποτελείται από ένα συνονθύλευμα περιστασιακών λέξεων. Η κάθε του λέξη αντιστοιχεί σε κάποιο πράγμα, (ή κάποια σχέση των πραγμάτων), και εφόσον τα πράγματα υπακούουν στην αυστηρή αναγκαιότητα της φύσης, το σύνολο των λέξεων συστοιχείται βάσει αυτής της φυσικής τάξης.
Αν ο λόγος δεν ονόμαζε το γεγονός της συστοιχίας των επιμέρους πραγμάτων εις όλον, αν απαρτιζόταν δηλαδή μόνο από τις λέξεις που τα ονομάζουν στοιχειωδώς και δεν περιείχε αυτές που αναφέρονται στις μεταξύ τους σχέσεις, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ασυνάρτητος. Επειδή, όμως, σήμερα έχουμε στη διάθεση μας ένα σύνολο λέξεων που ονομάζουν επαρκώς το όλον και αναφέρονται στις εκδηλώσεις του, δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την υστέρησή μας με την ανεπάρκεια του λόγου.
Η στέρησή μας δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη των μέσων, όσο στην ελλιπή χρήση τους. Αν και ο λόγος είναι το μέσον που μας υποδεικνύει πώς να βγούμε από την υφιστάμενή μας φτώχεια και να προσλάβουμε τον μέγιστο δυνατό πλούτο συστηνόμενοι προς αλλήλους και προς τη φύση, εμείς, επειδή δεν αναγνωρίζουμε την τάξη του συστήματός του, επιτρέπουμε μιαν αταξία αδικαιολόγητη, που υπονομεύει τις προσπάθειές μας.
Από τη στιγμή που ο λόγος μάς δίνει τη θέαση του όλου, συμπεριλαμβάνοντας τις λέξεις που προβάλλουν στη νόησή μας την εικόνα της ολοκλήρωσης, δίνει στην πράξη μας την προοπτική πραγματοποίησης της ολοκλήρωσής μας. Όταν αυτές οι λέξεις δεν κυριολεκτούνται, η όρασή μας στερείται του πλεονεκτήματός των και η κίνησή μας συγκρατείται σε ένα προηγούμενο στάδιο. Υποβιβάζοντας τη σημασία των λέξεων ανώτερης τάξης, αυτών που αναφέρονται στην ολότητα, υποβιβάζουμε τη συζήτηση σε ένα επίπεδο χαμηλότερο των δυνατοτήτων μας.
Το σύστημα του λόγου αρθρώνεται κλιμακωτά. Κάθε του κλίμακα αντιστοιχεί σε κάποιο στάδιο της πραγματικότητας.
Η πραγματικότητα μπορεί να είναι ενιαία, αλλά δεν είναι και α-διάφορη. Τα πράγματα, αν και κοινά ως προς το γένος τους, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος και απαρτίζουν ομάδες διακριτές μεταξύ των. Σε κάθε στάδιο της πραγματικότητας συναντούμε και διαφορετικές ομάδες πραγμάτων. *
Έτσι και ο λόγος βαίνει κλιμακούμενος. Σε κάθε του κλίμακα συναντούμε ομάδες λέξεων ίδιου βαθμού συγγένειας προς την πραγματικότητα. Στην ανώτερη κλίμακά του βρίσκονται οι λέξεις πρώτου βαθμού, που ονομάζουν την πραγματικότητα αυτή καθ'αυτή και δηλώνουν την ταυτότητά της. Όσο κατεβαίνουμε προς τα κάτω, οι λέξεις επιμερίζονται και πληθαίνουν ονομάζοντας τις παραγωγικές πράξεις και τα παράγωγα πράγματα του γίγνεσθαι, όπου η θέση που κατέχουν στο γίγνεσθαι ορίζει και τον βαθμό της συγγένειάς τους.
Το γίγνεσθαι, βέβαια, έχει σαν προϋπόθεσή του το Είναι. Δεν μπορεί να γίνει τίποτε αν πριν δεν είναι κάτι από μόνο του, δηλαδή δεν μπορεί να συσταθεί με ένα δεύτερο και να γεννήσει κάποιο τρίτο, αν το ίδιο δεν υφίσταται ως μονάδα. Το Είναι ως προϋπόθεση του γίγνεσθαι ορίζει και την αντίσταση με την οποία αυτό καταγίνεται για να παράγει τις μορφές του
Οι λέξεις που ονομάζουν το Είναι είναι ανυπέρβλητες, επειδή αναφέρονται στην προϋπόθεση τού κάθε τι, τουτέστιν αναφέρονται στο όλον της αντίστασης και γι'αυτό καμία άλλη δεν μπορεί να τις ξεπεράσει. Από την άλλη, επειδή προβάλλουν τη μέγιστη δυνατή αντίσταση εμπερικλείουν και τη μέγιστη δυνατή ενέργεια.
Οι λέξεις που ονομάζουν το γίγνεσθαι έπονται κατά συνέπεια, αφού άλλωστε το αμέσως επόμενο τού Είναι είναι το γίγνεσθαί του.
Ακολουθούν οι λέξεις παράγωγα του γίγνεσθαι, αυτές δηλαδή που μιλούν για τα γεννήματά του.
Και έσχατες είναι αυτές που δεν έχουν καμία ενέργεια, αλλά δείχνουν την απουσία της: οι λέξεις του τίποτε.**
Ο λόγος, λοιπόν, εμπεριέχει μία τάξη που αν την αναγνωρίσουμε θα ξέρουμε καλύτερα πώς να τον χρησιμοποιούμε για την πρόσληψη του μέγιστου δυνατού νοήματος.
Αν ο λόγος δεν ονόμαζε το γεγονός της συστοιχίας των επιμέρους πραγμάτων εις όλον, αν απαρτιζόταν δηλαδή μόνο από τις λέξεις που τα ονομάζουν στοιχειωδώς και δεν περιείχε αυτές που αναφέρονται στις μεταξύ τους σχέσεις, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ασυνάρτητος. Επειδή, όμως, σήμερα έχουμε στη διάθεση μας ένα σύνολο λέξεων που ονομάζουν επαρκώς το όλον και αναφέρονται στις εκδηλώσεις του, δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε την υστέρησή μας με την ανεπάρκεια του λόγου.
Η στέρησή μας δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη των μέσων, όσο στην ελλιπή χρήση τους. Αν και ο λόγος είναι το μέσον που μας υποδεικνύει πώς να βγούμε από την υφιστάμενή μας φτώχεια και να προσλάβουμε τον μέγιστο δυνατό πλούτο συστηνόμενοι προς αλλήλους και προς τη φύση, εμείς, επειδή δεν αναγνωρίζουμε την τάξη του συστήματός του, επιτρέπουμε μιαν αταξία αδικαιολόγητη, που υπονομεύει τις προσπάθειές μας.
Από τη στιγμή που ο λόγος μάς δίνει τη θέαση του όλου, συμπεριλαμβάνοντας τις λέξεις που προβάλλουν στη νόησή μας την εικόνα της ολοκλήρωσης, δίνει στην πράξη μας την προοπτική πραγματοποίησης της ολοκλήρωσής μας. Όταν αυτές οι λέξεις δεν κυριολεκτούνται, η όρασή μας στερείται του πλεονεκτήματός των και η κίνησή μας συγκρατείται σε ένα προηγούμενο στάδιο. Υποβιβάζοντας τη σημασία των λέξεων ανώτερης τάξης, αυτών που αναφέρονται στην ολότητα, υποβιβάζουμε τη συζήτηση σε ένα επίπεδο χαμηλότερο των δυνατοτήτων μας.
Το σύστημα του λόγου αρθρώνεται κλιμακωτά. Κάθε του κλίμακα αντιστοιχεί σε κάποιο στάδιο της πραγματικότητας.
Η πραγματικότητα μπορεί να είναι ενιαία, αλλά δεν είναι και α-διάφορη. Τα πράγματα, αν και κοινά ως προς το γένος τους, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος και απαρτίζουν ομάδες διακριτές μεταξύ των. Σε κάθε στάδιο της πραγματικότητας συναντούμε και διαφορετικές ομάδες πραγμάτων. *
Έτσι και ο λόγος βαίνει κλιμακούμενος. Σε κάθε του κλίμακα συναντούμε ομάδες λέξεων ίδιου βαθμού συγγένειας προς την πραγματικότητα. Στην ανώτερη κλίμακά του βρίσκονται οι λέξεις πρώτου βαθμού, που ονομάζουν την πραγματικότητα αυτή καθ'αυτή και δηλώνουν την ταυτότητά της. Όσο κατεβαίνουμε προς τα κάτω, οι λέξεις επιμερίζονται και πληθαίνουν ονομάζοντας τις παραγωγικές πράξεις και τα παράγωγα πράγματα του γίγνεσθαι, όπου η θέση που κατέχουν στο γίγνεσθαι ορίζει και τον βαθμό της συγγένειάς τους.
Το γίγνεσθαι, βέβαια, έχει σαν προϋπόθεσή του το Είναι. Δεν μπορεί να γίνει τίποτε αν πριν δεν είναι κάτι από μόνο του, δηλαδή δεν μπορεί να συσταθεί με ένα δεύτερο και να γεννήσει κάποιο τρίτο, αν το ίδιο δεν υφίσταται ως μονάδα. Το Είναι ως προϋπόθεση του γίγνεσθαι ορίζει και την αντίσταση με την οποία αυτό καταγίνεται για να παράγει τις μορφές του
Οι λέξεις που ονομάζουν το Είναι είναι ανυπέρβλητες, επειδή αναφέρονται στην προϋπόθεση τού κάθε τι, τουτέστιν αναφέρονται στο όλον της αντίστασης και γι'αυτό καμία άλλη δεν μπορεί να τις ξεπεράσει. Από την άλλη, επειδή προβάλλουν τη μέγιστη δυνατή αντίσταση εμπερικλείουν και τη μέγιστη δυνατή ενέργεια.
Οι λέξεις που ονομάζουν το γίγνεσθαι έπονται κατά συνέπεια, αφού άλλωστε το αμέσως επόμενο τού Είναι είναι το γίγνεσθαί του.
Ακολουθούν οι λέξεις παράγωγα του γίγνεσθαι, αυτές δηλαδή που μιλούν για τα γεννήματά του.
Και έσχατες είναι αυτές που δεν έχουν καμία ενέργεια, αλλά δείχνουν την απουσία της: οι λέξεις του τίποτε.**
Ο λόγος, λοιπόν, εμπεριέχει μία τάξη που αν την αναγνωρίσουμε θα ξέρουμε καλύτερα πώς να τον χρησιμοποιούμε για την πρόσληψη του μέγιστου δυνατού νοήματος.
* Το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο δεν είναι πάντα συνεχές, αλλά η πραγματικότητα συχνά βαίνει κλιμακούμενη, δηλαδή ξεχύνεται σε καλούπια που παράγουν μορφές πρωτότυπες και χωρίς προηγούμενο. Αυτή η "ασυνέχεια" δεν παρατηρείται μόνο στα πράγματα, αλλά και στις πράξεις, πολλές από τις οποίες συμβαίνουν χωρίς προειδοποίηση. Είναι σαν κάτι να έχει προετοιμαστεί σιωπηλά και μια μέρα ξαφνικά, (φαινομενικά ξαφνικά, διότι κατ'ουσίαν έχει προετοιμαστεί), εμφανίζεται.
** Αν αυτές οι έσχατες μπαίνουν στη συζήτηση ταυτόχρονα με τις πρώτες, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι συγγενείς τους, αλλά επειδή δεν μπορούν να ορισθούν κατ'αρχήν ως προς τις δευτερεύουσες. Μόνο το Είναι μπορεί να εξ-ορίσει το μη-Είναι και ο τρόπος που το κάνει είναι με το γίγνεσθαί του. Έτσι οι λέξεις τού "τίποτε" εκπίπτουν από την πρώτη τάξη στη δεύτερη, η οποία με τη σειρά της τις διώχνει πιο κάτω στην τρίτη και αυτή τις απωθεί έξω από την τριαδικότητα, ως απόβλητά της.
Όταν οι λέξεις του "τίποτε" θέλουν να μπουν στο παιχνίδι του λόγου, ο πρώτος αντίπαλός τους είναι οι λέξεις του όλου, (οι λέξεις πρωτίστου τάξεως), οι οποίες όμως τις «πασάρουν» στις λέξεις του γίγνεσθαι και απαξιούν να παίξουν μαζί τους, διότι πολύ απλά αυτές δεν είναι παίκτες, αλλά ο ίδιος κανόνας του παιχνιδιού, (είναι αυτές που δι-αιτητεύουν και δεν σηκώνουν κανένα αίτημα - δίνουν το μέτρο του παντός με το οποίο το τίποτε δεν μπορεί να αναμετρηθεί). Αν παρεξηγούμε αυτές τις δύο ομάδες λέξεων ως αντίθετες, δεν κατανοούμε τον τρόπο διεξαγωγής του παιχνιδιού.
Στην πραγματικότητα αυτές που αποκρούουν τις λέξεις του κακού δεν είναι αυτές που σημαίνουν το καλό, αλλά αυτές που το πράττουν, (δηλαδή οι λέξεις ρήματα). Και κατόπιν, αυτές των πραγμάτων τις αποβάλλουν εκτός γηπέδου, αφού γεμίζοντας τον χώρο με την παρουσία των μορφών τους δεν επιτρέπουν στην απουσία να καταλάβει κάποια θέση εντός των ορίων του.
No comments:
Post a Comment