Η βία προκαλείται από τη βιασύνη ενός μέρους να ολοκληρωθεί ως μοναδικό καταλύοντας τη μοναδικότητα ενός άλλου και προσθέτοντας την στον εαυτό του. Όταν το άλλο μέρος δεν αναγνωρίζεται ως μοναδικό, (μέσω της ενότητάς του με το όλον), αλλά παραγνωρίζεται ως μοναχικό, τότε αυτή η ελλιπής εννόηση επιτρέπει τη βία. Ακριβώς επειδή θεωρείται μοναχικό εκλαμβάνεται ως αδύναμο να αντισταθεί, άρα και εύκολα προσπελάσιμο.
Το γήινο ον που αντιλαμβάνεται ελλιπώς την πραγματικότητα είναι το ανθρώπινο και είναι το μόνο στη γη που φέρεται βίαια-βιαστικά, επειδή ο λόγος του δεν έχει φτάσει ακόμη στην ολοκλήρωση του και κάνει συχνά το λάθος να την εκβιάζει με πρόωρες γενικεύσεις. Ενώ παραμένει μέσα στο σχετικό ( στο είδος), νοιώθει τη στέρηση του απόλυτου (του γένους) και αντί να αναζητήσει τη λύση της στέρησής του σε αυτό, στο απόλυτο, προσπαθεί μάταια να την εκμαιεύσει ετσιθελικά σχετίζοντας βιαίως τα άλλα είδη προς εαυτόν.
Η βία είναι μία εκτός τόπου και χρόνου επιδίωξη της ενότητας.
Τη στιγμή που το σύμπαν αρθρώνει τον πλούτο τον μορφών του εις εν γεμίζοντας το άπαν με την πολυπληθή παρουσία του ίδιου πάντα Είναι, ο χωρισμένος από αυτό άνθρωπος βγάζει τις άναρθρες κραυγές της βίας προσπαθώντας να επιβληθεί στο γίγνεσθαι. Η χαζομάρα του βίαιου ανθρώπου είναι τέτοια που δεν αναγνωρίζει καν ότι το άλλο είδος, (το άλλο εγώ), μπορεί να τον θέλει εξίσου και να έχει την ανάγκη του.
Η βία είναι αποτέλεσμα της βλακείας ενός εγώ που αγνοεί ότι το άλλο εγώ, στο οποίο επιβάλλεται, μπορεί να θέλει από τη φύση του να ενωθεί μαζί του σε ένα γόνιμο εμείς. Όταν η φύση εμποδίζεται να εκδηλώσει το θέλω της και εξαναγκάζεται παρά τη θέλησή της να το δηλώσει σώνει και καλά παραβιάζοντας τους ρυθμούς της, αυτή με όλη της τη δύναμη αντιστέκεται και δεν κάνει τη χάρη κανενός «μαλάκα», που θέλει να κάνει έρωτα μόνος του.
Ο έρωτας είναι ο τρόπος που η φύση δυναμώνει το γίγνεσθαί της παράγοντας συνεχώς νέες μορφές μέσα από τη συνεύρεση δύο ήδη υπαρχόντων μορφών. Η φυσική ερωτική ορμή υπακούοντας στη λογική τής συνέχειας μπορεί να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να γίνει πράξη του έρωτα, γιατί ξέρει ότι αυτή η ώρα θα έρθει φυσικά, όταν και ο άλλος θα είναι έτοιμος.
Η αβεβαιότητα για την επιθυμία του άλλου είναι αφύσικη και προέρχεται από την ίδια τη δική μας αβεβαιότητα για τη φύση μας, επειδή βρισκόμαστε σε μία θέση αφύσικη. Όταν αντί να βεβαιωθούμε για αυτήν, μέσα από αυτήν, (τη φύση), επιδιώκουμε την αυτοεπιβεβαίωση μας, τότε βιαζόμαστε και βιάζουμε.
Αν είμαστε ά-σχημοι, (με την έννοια ότι δεν έχει ακόμη τελειοποιηθεί εξελικτικά η μορφή-σχήμα μας), τότε κανονικά πρέπει να αναζητήσουμε την ομορφιά στον έρωτα, αφού αυτός την παράγει με τη γένεση των νέων μορφών που γονιμοποιεί η πράξη του. Αν, όμως, δεν φερθούμε ερωτικά και εκβιάσουμε την ερωτική πράξη, τότε επιμένουμε στην ασχήμια μας. Ο βιασμός το μόνο που μπορεί να παράγει είναι τη ματαίωση του έρωτα, άρα και της ομορφιάς.
Η ματαίωση των έργων της βίας είναι αναπόφευκτη διότι, απλά, ποτέ ένα ψέμα δεν πρόκειται να δικαιωθεί από την αλήθεια και μοιραία θα διαψευστεί. Όταν το άλλο αντιλαμβάνεται ψευδώς ως μοναχικό και βιάζεται, τότε αυτό, επειδή είναι αληθινά μοναδικό, προβάλλει αντίσταση και δεν υποχωρεί. Αυτό που λανθασμένα θεωρείται εύκολο να υποταχθεί, είναι στη πράξη πολύ δύσκολο να αλωθεί και υπερασπίζεται μέχρι τέλους τη μοναδικότητα του. Μόνο ο θάνατος μπορεί να του τη στερήσει, αλλά ο φόνος του άλλου σημαίνει και τη δική μας καταστροφή, (αφού δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτό και γι' αυτό, άλλωστε, το επιθυμούμε διακαώς).
Βιάζοντας τη φύση το μόνο που μπορούμε να καταφέρουμε είναι την πρόωρη καταστροφή μας. Βιάζοντας έναν άλλο θεωρώντας τον μισό, το μόνο που μπορούμε να προκαλέσουμε είναι το μίσος του.
Όμως, όπως η υπερβολή μιας ορμής, (της ορμής που δεν λαμβάνει υπόψη την επιθυμία του άλλου να συμβάλλει στην πραγμάτωσή της), προκαλεί την καταστροφή, έτσι και η υποχώρηση από αυτήν επιφέρει το κενό. Όταν ο άλλος αποφεύγεται, επειδή αγνοείται η ανάγκη του να ενωθεί μαζί μου, αγνοεί με τη σειρά του εμένα που τον εγκαταλείπω στη μοναξιά, και τότε δεν συμβαίνει τίποτε, ενώ θα μπορούσε να συμβεί.
Πρόκειται πάλι για βία, μόνο που αυτήν τη φορά αντί να στρέφεται εναντίον του άλλου, κρατάει τον ίδιο εμένα μακριά του. Στην περίπτωση που το άτομο δεν επιτίθεται, αλλά παραμένει επίμονα κλεισμένο στον εαυτό του, μπορεί να μην προκαλεί την καταστροφή του άλλου ατόμου, αλλά το αφήνει στη μοναξιά του, που μπορεί να είναι εξίσου σπαραχτική.
Το αποτέλεσμα και η αιτία και των δύο ειδών βιασμού, (του παθητικού και του ενεργητικού), είναι κοινό: ο χωρισμός. Το ένα είδος βίας συνοδεύει πάντα το άλλο αλληλοσυμπληρώνοντας το σε μια κατάσταση ερωτικής στέρησης και ποιητικής φτώχειας.
Το γήινο ον που αντιλαμβάνεται ελλιπώς την πραγματικότητα είναι το ανθρώπινο και είναι το μόνο στη γη που φέρεται βίαια-βιαστικά, επειδή ο λόγος του δεν έχει φτάσει ακόμη στην ολοκλήρωση του και κάνει συχνά το λάθος να την εκβιάζει με πρόωρες γενικεύσεις. Ενώ παραμένει μέσα στο σχετικό ( στο είδος), νοιώθει τη στέρηση του απόλυτου (του γένους) και αντί να αναζητήσει τη λύση της στέρησής του σε αυτό, στο απόλυτο, προσπαθεί μάταια να την εκμαιεύσει ετσιθελικά σχετίζοντας βιαίως τα άλλα είδη προς εαυτόν.
Η βία είναι μία εκτός τόπου και χρόνου επιδίωξη της ενότητας.
Τη στιγμή που το σύμπαν αρθρώνει τον πλούτο τον μορφών του εις εν γεμίζοντας το άπαν με την πολυπληθή παρουσία του ίδιου πάντα Είναι, ο χωρισμένος από αυτό άνθρωπος βγάζει τις άναρθρες κραυγές της βίας προσπαθώντας να επιβληθεί στο γίγνεσθαι. Η χαζομάρα του βίαιου ανθρώπου είναι τέτοια που δεν αναγνωρίζει καν ότι το άλλο είδος, (το άλλο εγώ), μπορεί να τον θέλει εξίσου και να έχει την ανάγκη του.
Η βία είναι αποτέλεσμα της βλακείας ενός εγώ που αγνοεί ότι το άλλο εγώ, στο οποίο επιβάλλεται, μπορεί να θέλει από τη φύση του να ενωθεί μαζί του σε ένα γόνιμο εμείς. Όταν η φύση εμποδίζεται να εκδηλώσει το θέλω της και εξαναγκάζεται παρά τη θέλησή της να το δηλώσει σώνει και καλά παραβιάζοντας τους ρυθμούς της, αυτή με όλη της τη δύναμη αντιστέκεται και δεν κάνει τη χάρη κανενός «μαλάκα», που θέλει να κάνει έρωτα μόνος του.
Ο έρωτας είναι ο τρόπος που η φύση δυναμώνει το γίγνεσθαί της παράγοντας συνεχώς νέες μορφές μέσα από τη συνεύρεση δύο ήδη υπαρχόντων μορφών. Η φυσική ερωτική ορμή υπακούοντας στη λογική τής συνέχειας μπορεί να περιμένει την κατάλληλη στιγμή να γίνει πράξη του έρωτα, γιατί ξέρει ότι αυτή η ώρα θα έρθει φυσικά, όταν και ο άλλος θα είναι έτοιμος.
Η αβεβαιότητα για την επιθυμία του άλλου είναι αφύσικη και προέρχεται από την ίδια τη δική μας αβεβαιότητα για τη φύση μας, επειδή βρισκόμαστε σε μία θέση αφύσικη. Όταν αντί να βεβαιωθούμε για αυτήν, μέσα από αυτήν, (τη φύση), επιδιώκουμε την αυτοεπιβεβαίωση μας, τότε βιαζόμαστε και βιάζουμε.
Αν είμαστε ά-σχημοι, (με την έννοια ότι δεν έχει ακόμη τελειοποιηθεί εξελικτικά η μορφή-σχήμα μας), τότε κανονικά πρέπει να αναζητήσουμε την ομορφιά στον έρωτα, αφού αυτός την παράγει με τη γένεση των νέων μορφών που γονιμοποιεί η πράξη του. Αν, όμως, δεν φερθούμε ερωτικά και εκβιάσουμε την ερωτική πράξη, τότε επιμένουμε στην ασχήμια μας. Ο βιασμός το μόνο που μπορεί να παράγει είναι τη ματαίωση του έρωτα, άρα και της ομορφιάς.
Η ματαίωση των έργων της βίας είναι αναπόφευκτη διότι, απλά, ποτέ ένα ψέμα δεν πρόκειται να δικαιωθεί από την αλήθεια και μοιραία θα διαψευστεί. Όταν το άλλο αντιλαμβάνεται ψευδώς ως μοναχικό και βιάζεται, τότε αυτό, επειδή είναι αληθινά μοναδικό, προβάλλει αντίσταση και δεν υποχωρεί. Αυτό που λανθασμένα θεωρείται εύκολο να υποταχθεί, είναι στη πράξη πολύ δύσκολο να αλωθεί και υπερασπίζεται μέχρι τέλους τη μοναδικότητα του. Μόνο ο θάνατος μπορεί να του τη στερήσει, αλλά ο φόνος του άλλου σημαίνει και τη δική μας καταστροφή, (αφού δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτό και γι' αυτό, άλλωστε, το επιθυμούμε διακαώς).
Βιάζοντας τη φύση το μόνο που μπορούμε να καταφέρουμε είναι την πρόωρη καταστροφή μας. Βιάζοντας έναν άλλο θεωρώντας τον μισό, το μόνο που μπορούμε να προκαλέσουμε είναι το μίσος του.
Όμως, όπως η υπερβολή μιας ορμής, (της ορμής που δεν λαμβάνει υπόψη την επιθυμία του άλλου να συμβάλλει στην πραγμάτωσή της), προκαλεί την καταστροφή, έτσι και η υποχώρηση από αυτήν επιφέρει το κενό. Όταν ο άλλος αποφεύγεται, επειδή αγνοείται η ανάγκη του να ενωθεί μαζί μου, αγνοεί με τη σειρά του εμένα που τον εγκαταλείπω στη μοναξιά, και τότε δεν συμβαίνει τίποτε, ενώ θα μπορούσε να συμβεί.
Πρόκειται πάλι για βία, μόνο που αυτήν τη φορά αντί να στρέφεται εναντίον του άλλου, κρατάει τον ίδιο εμένα μακριά του. Στην περίπτωση που το άτομο δεν επιτίθεται, αλλά παραμένει επίμονα κλεισμένο στον εαυτό του, μπορεί να μην προκαλεί την καταστροφή του άλλου ατόμου, αλλά το αφήνει στη μοναξιά του, που μπορεί να είναι εξίσου σπαραχτική.
Το αποτέλεσμα και η αιτία και των δύο ειδών βιασμού, (του παθητικού και του ενεργητικού), είναι κοινό: ο χωρισμός. Το ένα είδος βίας συνοδεύει πάντα το άλλο αλληλοσυμπληρώνοντας το σε μια κατάσταση ερωτικής στέρησης και ποιητικής φτώχειας.
No comments:
Post a Comment