Το μέγιστο και το ελάχιστο είναι έννοιες σχετικές: από μόνες τους δεν έχουν νόημα, αλλά το αποκτούν σε σχέση με αυτό που χαρακτηρίζουν. Παρόλα αυτά, η πρώτη εντύπωση για το ελάχιστο είναι ότι αναφέρεται σε κάτι κλειστό και μικρό, ενώ το μέγιστο υποδεικνύει ένα άνοιγμα, μιαν άπλα. Θεωρώντας λοιπόν το ένα σαν κλείσιμο και το άλλο σαν άνοιγμα θα τα διαπραγματευτούμε ανάλογα.
Το ζήτημα που τίθεται στο ανθρώπινο ον κατά το γίγνεσθαί του είναι η μεγιστοποίησή του μέχρις ότου ταυτίσει το μέρος του με το όλον, το είδος του με το γένος, τη θέση του με τη φύση και τη σχέση του με το απόλυτο. Φτάνοντας στο απόλυτο, τότε, μπορεί να μη χρειάζεται το μέγιστο και το ελάχιστο σαν έννοιες ποιοτικές, αλλά να τις χειρίζεται μόνο για να συγκρίνει ποσότητες. Εφόσον, όμως, ακόμη η ποιότητά του δεν έχει ακόμη συλληφθεί στο ακέραιο, το μέγιστο τον καλεί να την εννοήσει πλήρως, μέχρις ότου ολοκληρωθεί ποιοτικά.
Όταν το μέγιστο τίθεται ως προς την ποσότητα και μόνο, ανατρέπεται σε ελάχιστο. Η ποσότητα κάθε ατόμου μετρά την υλική του υπόσταση, το σώμα του. Το σώμα αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση κάθε θέσης. Αφού το άτομο καλύψει αυτήν την προϋπόθεση με την ολοκλήρωση της σωματικής του ανάπτυξης και την απόκτηση των μέσων συντήρησής του, κάθε περαιτέρω ποσοτική μεγέθυνσή του, (με την απόκτηση περισσοτέρων μέσων από όσα χρειάζεται), το δυσχεραίνει, επιβαρύνοντας την ύλη του με ένα ποσό που δεν της αναλογεί. Καλύπτοντας το ελάχιστο, αυτό που του υπολείπεται είναι το μέγιστο, το οποίο μόνο εννοούμενο ποιοτικά το συν-φέρει. Το μέγιστο φέρει το ελάχιστο στο παρά πέρα του, στο συν με ένα άλλο ελάχιστο, με ένα άλλο σώμα.
Στην περίπτωση που το άτομο μεγεθύνεται ποσοτικά πέραν του μέτρου του, διογκώνοντας την ποσότητά του περισσότερο από το ποσό που της αναλογεί, τότε το δικό του ελάχιστο μικραίνει κι άλλο για να χωρέσει την υπερβάλλουσα ποσότητα και γίνεται ελαχιστότατο και εξελίσσεται σε ένα εγώ αδηφάγο, που πεινάει ακατάπαυστα σαν μόνιμα ελλιπές.
Όταν δεν προχωρούμε στο ποιοτικά μέγιστο, δεν μένουμε απλώς στάσιμοι, αλλά, υποχωρούμε σε μία πριν από το ελάχιστο φάση και εξαναγκαζόμαστε σε μιαν προ της αναγκαιότητας ανάγκη.
Κανείς δεν συν-κινείται με το "τουλάχιστον", αλλά με το μέγιστο δυνατόν. Το τουλάχιστον συγκρατεί το άτομο σε ένα κατώτερο στάδιο εξέλιξης και το κρατάει σε μια ανέχεια αδικαιολόγητη εκ των πραγμάτων. Η αποχή από το αίτημα του μεγίστου δίνει στο ελάχιστο μία διάρκεια μεγαλύτερη από αυτή που δικαιούται ιστορικά και μας κρατάει κολλημένους σε εποχές ένδειας που θα έπρεπε να έχουν περάσει.
Η φτώχεια εξυπηρετεί μόνον αυτούς που κερδοσκοπούν εις βάρος του συνόλου. Η διεκδίκηση του πλούτου από όλους, ήτοι, το αίτημα του μεγίστου από τον κάθε ένα, δεν συμφέρει τους κερδοσκόπους γιατί αμφισβητεί τη δική τους μεγιστοποίηση. Η ιδεολογία της ελαχιστότητας (στις διάφορες θρησκευτικές ή μη εκδοχές τής ενάρετης ταπεινότητας και της αδιαφορίας για τα εγκόσμια) το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι ο πλουτισμός ελαχίστων εις βάρος των πολλών.
Το μέγιστο μάς καλεί να ανοιχτούμε στο ζήτημα του απόλυτου, να συγκλίνουμε στη φορά του γίγνεσθαι και να κινηθούμε σύμφωνα με τη φόρα του. Κινούμενοι σύμφωνα με το μέγιστο δυνατόν, η δύναμή μας θα παραμερίσει όσους μας εμποδίζουν από την εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας.
Η ευθύνη του μεγίστου ανήκει στον κάθε έναν χωριστά. Όπως κάθε άτομο αποτελεί το ελάχιστο απαραίτητο του γίγνεσθαι, έτσι είναι μέγιστα υπεύθυνο για κάθε τι που γίνεται.
Όταν ο κάθε ένας δεν φροντίζει να αυξήσει το μέρος του μέχρι να περισσέψει για τον άλλο και να διαθέσει το πλεόνασμά του σε πράξη ενότητας παίρνοντας θέση στην κοινότητα, γίνεται από ελάχιστος ελαχιστότατος. Όντας ο ελαχιστότατος δεν πιάνει τον χώρο που του αναλογεί επιτρέποντας έτσι σε κάποιον άλλο να επεκταθεί πέραν του μέτρου του για να καλύψει το κενό. Τοιουτοτρόπως, η μειονεξία του ενός συνεργεί στην πλεονεξία του άλλου και οι δύο μαζί συνεργάζονται σε ένα καθεστώς υπανάπτυξης.
Το ζήτημα που τίθεται στο ανθρώπινο ον κατά το γίγνεσθαί του είναι η μεγιστοποίησή του μέχρις ότου ταυτίσει το μέρος του με το όλον, το είδος του με το γένος, τη θέση του με τη φύση και τη σχέση του με το απόλυτο. Φτάνοντας στο απόλυτο, τότε, μπορεί να μη χρειάζεται το μέγιστο και το ελάχιστο σαν έννοιες ποιοτικές, αλλά να τις χειρίζεται μόνο για να συγκρίνει ποσότητες. Εφόσον, όμως, ακόμη η ποιότητά του δεν έχει ακόμη συλληφθεί στο ακέραιο, το μέγιστο τον καλεί να την εννοήσει πλήρως, μέχρις ότου ολοκληρωθεί ποιοτικά.
Όταν το μέγιστο τίθεται ως προς την ποσότητα και μόνο, ανατρέπεται σε ελάχιστο. Η ποσότητα κάθε ατόμου μετρά την υλική του υπόσταση, το σώμα του. Το σώμα αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση κάθε θέσης. Αφού το άτομο καλύψει αυτήν την προϋπόθεση με την ολοκλήρωση της σωματικής του ανάπτυξης και την απόκτηση των μέσων συντήρησής του, κάθε περαιτέρω ποσοτική μεγέθυνσή του, (με την απόκτηση περισσοτέρων μέσων από όσα χρειάζεται), το δυσχεραίνει, επιβαρύνοντας την ύλη του με ένα ποσό που δεν της αναλογεί. Καλύπτοντας το ελάχιστο, αυτό που του υπολείπεται είναι το μέγιστο, το οποίο μόνο εννοούμενο ποιοτικά το συν-φέρει. Το μέγιστο φέρει το ελάχιστο στο παρά πέρα του, στο συν με ένα άλλο ελάχιστο, με ένα άλλο σώμα.
Στην περίπτωση που το άτομο μεγεθύνεται ποσοτικά πέραν του μέτρου του, διογκώνοντας την ποσότητά του περισσότερο από το ποσό που της αναλογεί, τότε το δικό του ελάχιστο μικραίνει κι άλλο για να χωρέσει την υπερβάλλουσα ποσότητα και γίνεται ελαχιστότατο και εξελίσσεται σε ένα εγώ αδηφάγο, που πεινάει ακατάπαυστα σαν μόνιμα ελλιπές.
Όταν δεν προχωρούμε στο ποιοτικά μέγιστο, δεν μένουμε απλώς στάσιμοι, αλλά, υποχωρούμε σε μία πριν από το ελάχιστο φάση και εξαναγκαζόμαστε σε μιαν προ της αναγκαιότητας ανάγκη.
Κανείς δεν συν-κινείται με το "τουλάχιστον", αλλά με το μέγιστο δυνατόν. Το τουλάχιστον συγκρατεί το άτομο σε ένα κατώτερο στάδιο εξέλιξης και το κρατάει σε μια ανέχεια αδικαιολόγητη εκ των πραγμάτων. Η αποχή από το αίτημα του μεγίστου δίνει στο ελάχιστο μία διάρκεια μεγαλύτερη από αυτή που δικαιούται ιστορικά και μας κρατάει κολλημένους σε εποχές ένδειας που θα έπρεπε να έχουν περάσει.
Η φτώχεια εξυπηρετεί μόνον αυτούς που κερδοσκοπούν εις βάρος του συνόλου. Η διεκδίκηση του πλούτου από όλους, ήτοι, το αίτημα του μεγίστου από τον κάθε ένα, δεν συμφέρει τους κερδοσκόπους γιατί αμφισβητεί τη δική τους μεγιστοποίηση. Η ιδεολογία της ελαχιστότητας (στις διάφορες θρησκευτικές ή μη εκδοχές τής ενάρετης ταπεινότητας και της αδιαφορίας για τα εγκόσμια) το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι ο πλουτισμός ελαχίστων εις βάρος των πολλών.
Το μέγιστο μάς καλεί να ανοιχτούμε στο ζήτημα του απόλυτου, να συγκλίνουμε στη φορά του γίγνεσθαι και να κινηθούμε σύμφωνα με τη φόρα του. Κινούμενοι σύμφωνα με το μέγιστο δυνατόν, η δύναμή μας θα παραμερίσει όσους μας εμποδίζουν από την εκπλήρωση των δυνατοτήτων μας.
Η ευθύνη του μεγίστου ανήκει στον κάθε έναν χωριστά. Όπως κάθε άτομο αποτελεί το ελάχιστο απαραίτητο του γίγνεσθαι, έτσι είναι μέγιστα υπεύθυνο για κάθε τι που γίνεται.
Όταν ο κάθε ένας δεν φροντίζει να αυξήσει το μέρος του μέχρι να περισσέψει για τον άλλο και να διαθέσει το πλεόνασμά του σε πράξη ενότητας παίρνοντας θέση στην κοινότητα, γίνεται από ελάχιστος ελαχιστότατος. Όντας ο ελαχιστότατος δεν πιάνει τον χώρο που του αναλογεί επιτρέποντας έτσι σε κάποιον άλλο να επεκταθεί πέραν του μέτρου του για να καλύψει το κενό. Τοιουτοτρόπως, η μειονεξία του ενός συνεργεί στην πλεονεξία του άλλου και οι δύο μαζί συνεργάζονται σε ένα καθεστώς υπανάπτυξης.
No comments:
Post a Comment