Ο πολιτισμός είναι το δίκτυο μέσω του οποίου η πόλη* συν-κοινωνεί τα μέρη της {πολι(τ)ισμός}. Η ανάπτυξη του δικτύου καθορίζει την ποιότητα της συναλλαγής.
Η κατάληξη "ισμος" σε μία λέξη σημαίνει τη γενίκευση της έννοιας της. Με άλλες λέξεις αυτό γίνεται εκβιαστικά και με άλλες αυτό συμβαίνει δικαιολογημένα από το γένος τους.
Στην περίπτωση που η λέξη "πολιτ-ισμός" αντιλαμβάνεται μόνο ως προς ένα μέρος των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα εντός της πόλης, ας πούμε το καλλιτεχνικό, τότε χάνει το νόημα της ως ορισμός μιας γενικής συνθήκης. Ο πολιτισμός δεν είναι καλλιτεχν-ισμός, διότι οι τέχνες δεν καθορίζουν το σύνολο της δραστηριότητας μιας πόλης, όπως δεν το καθορίζει μόνο η πολιτική ή η οικονομία.
Εφόσον η γλώσσα είναι το δίκτυο μέσω του οποίου οι πολίτες συγκοινωνούν τον λόγο τους, η λέξη "πολιτισμός" δικαιώνεται ως γενίκευση μόνο όταν αναφέρεται στη συνολική λειτουργία αυτού του πλέγματος λόγων, άρα και πράξεων, της πόλης. Σε σχέση με τους επιμέρους λόγους που αναπτύσσονται σε κλάδους, (όπως την Οικονομία, την Επιστήμη, την Πολιτική, κ.λ.π.), σημαίνει τον τρόπο που αρθρώνουν τον ειδικό τους λόγο σε ενιαία πρόταση, παρά το πώς τον αναπτύσσουν χωριστά και κατ' ιδίαν.
Ο πολιτισμός ορίζοντας ένα πεδίο συνάντησης των επιμέρους ορίζει την ποιότητα.
Η ποσότητα μπορεί να διαιρεθεί σε επιμέρους ποσά, ενώ η ποιότητα δεν γίνεται να επιμερισθεί γιατί είναι ο τρόπος που τα πράγματα συστήνονται και όχι το πώς διίστανται. [Γι' αυτό άλλωστε και η "διάσταση" έχει σημασία ποσοτική]. Η ποιότητα, ως τρόπος σύστασης των πραγμάτων, είναι συνώνυμη του πολιτισμού, αφού και αυτός σημαίνει τη σύσταση τους.
Ο τρόπος λοιπόν που ένα μέρος -ένα ποσόν- συναντάει το άλλο μέσα στην κοινότητα μιας πόλης, καθορίζει την ποιότητα και τον πολιτισμό της. Όταν τα μέρη δεν συναντιούνται ως προς το ζητούμενο της ποιότητας, αλλά ανταγωνίζονται ως προς την ποσοτική-επιμέρους επιδίωξή τους, τότε μένουν απολίτιστα. Ο τρόπος που δεν συνεργεί στην κοινότητα, δεν μπορεί να είναι πολιτισμένος τρόπος.
Λέμε για έναν άνθρωπο που είναι πολιτισμένος ότι "έχει τρόπους", ότι "ξέρει να φέρεται". Αυτό σημαίνει ότι αξιολογούμε τον πολιτισμό του σαν ένα φέρεσθαι, σαν μία κίνηση προς τον άλλον και όχι σαν μία ακινησία στο ατομικό του συμφέρον. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε εύκολα έναν άνθρωπο περισπούδαστο, που κρατάει πεισματικά τις γνώσεις του για δικό του όφελος, από έναν άλλο που μπορεί να μην έχει τόσες πολλές πληροφορίες για τα πράγματα, αλλά αυτό το λίγο που κατέχει, ξέρει να το δίνει.
Η διαφορά του περισπούδαστου από τον πολιτισμένο βρίσκεται στην ποιότητα της γνώσης τους. Ο μεν ένας έχει μία σωρεία αποσπασματικών γνώσεων που δεν μπορούν να αρθρωθούν και έτσι τον χωρίζουν από την σοφία του κόσμου, (όσο κι αν προσπαθεί να την προσεγγίσει συσσωρεύοντας γνώσεις). Ο δε άλλος, συναρτώντας ό,τι γνωρίζει με την κοινότητα, μαθαίνει με τον πολιτισμό του τη σοφία του κόσμου, ως τον τρόπο σύστασης του όλου.
Ο πολιτισμός (ως –ισμός) αναζητεί τη γενίκευση της γνώσης μέχρι τη σοφία, προσπαθεί να διευρύνει τη γνώση μέχρι να ανακαλύψει το γένος της και έτσι την οδηγεί στην ευ-γένεια.
Ο πολιτισμός, λοιπόν, δεν είναι ένα δεδομένο, αλλά ένα ζητούμενο. Το πολιτισμένο άτομο δεν παραμένει ακίνητο σε μία διαχωρισμένη στάση, αλλά ζητάει τη σύστασή του με το άλλο διερευνώντας τη σχέση του με αυτό.
Όταν η εκπολιτιστική διαδικασία δεν αναπτύσσεται μέχρι την πλήρη απασχόληση κάθε μέρους στην πράξη της κοινότητας, αλλά παρεμποδίζεται από μία ενασχόληση διαζευκτική, τότε ο πολιτισμός πάσχει. Οι θεωρούμενες "αναπτυγμένες" κοινωνίες δεν είναι αναγκαστικά και πολιτισμένες, εφόσον η "πρόοδός" τους είναι προϊόν της διάζευξης ενός ανθρώπου από τον άλλο και από την φύση.
Η κατάληξη "ισμος" σε μία λέξη σημαίνει τη γενίκευση της έννοιας της. Με άλλες λέξεις αυτό γίνεται εκβιαστικά και με άλλες αυτό συμβαίνει δικαιολογημένα από το γένος τους.
Στην περίπτωση που η λέξη "πολιτ-ισμός" αντιλαμβάνεται μόνο ως προς ένα μέρος των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα εντός της πόλης, ας πούμε το καλλιτεχνικό, τότε χάνει το νόημα της ως ορισμός μιας γενικής συνθήκης. Ο πολιτισμός δεν είναι καλλιτεχν-ισμός, διότι οι τέχνες δεν καθορίζουν το σύνολο της δραστηριότητας μιας πόλης, όπως δεν το καθορίζει μόνο η πολιτική ή η οικονομία.
Εφόσον η γλώσσα είναι το δίκτυο μέσω του οποίου οι πολίτες συγκοινωνούν τον λόγο τους, η λέξη "πολιτισμός" δικαιώνεται ως γενίκευση μόνο όταν αναφέρεται στη συνολική λειτουργία αυτού του πλέγματος λόγων, άρα και πράξεων, της πόλης. Σε σχέση με τους επιμέρους λόγους που αναπτύσσονται σε κλάδους, (όπως την Οικονομία, την Επιστήμη, την Πολιτική, κ.λ.π.), σημαίνει τον τρόπο που αρθρώνουν τον ειδικό τους λόγο σε ενιαία πρόταση, παρά το πώς τον αναπτύσσουν χωριστά και κατ' ιδίαν.
Ο πολιτισμός ορίζοντας ένα πεδίο συνάντησης των επιμέρους ορίζει την ποιότητα.
Η ποσότητα μπορεί να διαιρεθεί σε επιμέρους ποσά, ενώ η ποιότητα δεν γίνεται να επιμερισθεί γιατί είναι ο τρόπος που τα πράγματα συστήνονται και όχι το πώς διίστανται. [Γι' αυτό άλλωστε και η "διάσταση" έχει σημασία ποσοτική]. Η ποιότητα, ως τρόπος σύστασης των πραγμάτων, είναι συνώνυμη του πολιτισμού, αφού και αυτός σημαίνει τη σύσταση τους.
Ο τρόπος λοιπόν που ένα μέρος -ένα ποσόν- συναντάει το άλλο μέσα στην κοινότητα μιας πόλης, καθορίζει την ποιότητα και τον πολιτισμό της. Όταν τα μέρη δεν συναντιούνται ως προς το ζητούμενο της ποιότητας, αλλά ανταγωνίζονται ως προς την ποσοτική-επιμέρους επιδίωξή τους, τότε μένουν απολίτιστα. Ο τρόπος που δεν συνεργεί στην κοινότητα, δεν μπορεί να είναι πολιτισμένος τρόπος.
Λέμε για έναν άνθρωπο που είναι πολιτισμένος ότι "έχει τρόπους", ότι "ξέρει να φέρεται". Αυτό σημαίνει ότι αξιολογούμε τον πολιτισμό του σαν ένα φέρεσθαι, σαν μία κίνηση προς τον άλλον και όχι σαν μία ακινησία στο ατομικό του συμφέρον. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε εύκολα έναν άνθρωπο περισπούδαστο, που κρατάει πεισματικά τις γνώσεις του για δικό του όφελος, από έναν άλλο που μπορεί να μην έχει τόσες πολλές πληροφορίες για τα πράγματα, αλλά αυτό το λίγο που κατέχει, ξέρει να το δίνει.
Η διαφορά του περισπούδαστου από τον πολιτισμένο βρίσκεται στην ποιότητα της γνώσης τους. Ο μεν ένας έχει μία σωρεία αποσπασματικών γνώσεων που δεν μπορούν να αρθρωθούν και έτσι τον χωρίζουν από την σοφία του κόσμου, (όσο κι αν προσπαθεί να την προσεγγίσει συσσωρεύοντας γνώσεις). Ο δε άλλος, συναρτώντας ό,τι γνωρίζει με την κοινότητα, μαθαίνει με τον πολιτισμό του τη σοφία του κόσμου, ως τον τρόπο σύστασης του όλου.
Ο πολιτισμός (ως –ισμός) αναζητεί τη γενίκευση της γνώσης μέχρι τη σοφία, προσπαθεί να διευρύνει τη γνώση μέχρι να ανακαλύψει το γένος της και έτσι την οδηγεί στην ευ-γένεια.
Ο πολιτισμός, λοιπόν, δεν είναι ένα δεδομένο, αλλά ένα ζητούμενο. Το πολιτισμένο άτομο δεν παραμένει ακίνητο σε μία διαχωρισμένη στάση, αλλά ζητάει τη σύστασή του με το άλλο διερευνώντας τη σχέση του με αυτό.
Όταν η εκπολιτιστική διαδικασία δεν αναπτύσσεται μέχρι την πλήρη απασχόληση κάθε μέρους στην πράξη της κοινότητας, αλλά παρεμποδίζεται από μία ενασχόληση διαζευκτική, τότε ο πολιτισμός πάσχει. Οι θεωρούμενες "αναπτυγμένες" κοινωνίες δεν είναι αναγκαστικά και πολιτισμένες, εφόσον η "πρόοδός" τους είναι προϊόν της διάζευξης ενός ανθρώπου από τον άλλο και από την φύση.
* Η αρχαιοελληνική πόλη θεωρείται εδώ ως τόπος συνάντησης και όχι ως γεωγραφικός προσδιορισμός. Ο πολιτισμός σήμερα δεν μπορεί να περιορισθεί στα στενά όρια καμίας πόλης, ούτε καν ενός έθνους-κράτους. Η κοινότητα, πλέον, στην οποία αναφέρεται είναι η παγκόσμια. Αν στην αρχαιότητα μία πόλη μπορούσε να θεωρηθεί ένα κλειστό και αυτάρκες σύστημα, σήμερα η μόνη πόλη που μπορεί να θεωρηθεί ανάλογα είναι αυτή που κατοικούμε όλοι, η γη.
No comments:
Post a Comment