Παραμένοντας μέσα στο σχετικό που δεν αναζητεί το απόλυτο, αδυνατούμε να διακρίνουμε το καλό από το κακό και τα συγχέουμε δίνοντας τους έννοιες σχετικές. Οι λέξεις δεν μπορούν να τακτοποιηθούν παρά μόνο μέσα στην τάξη του λόγου που άγει τον άνθρωπο στην ταύτισή του με τον Λόγο και στην πλήρη εννόησή του. Όταν μία λέξη χωρίζεται από αυτή τη λογική ακολουθία χάνει το νόημα της και προκαλεί σύγχυση και αταξία.
Όπως η γλώσσα είναι το μέσον για τη συγκοινωνία* του ανθρώπινου είδους, (του έλλογου όντος), στην κατεύθυνση της ταύτισης με το γένος του, (τον Λόγο), έτσι και κάθε της λέξη εξυπηρετεί με τον ειδικό της τρόπο τον ίδιο σκοπό. Οι λέξεις που δίνουν όνομα στις σχέσεις των πραγμάτων τις χαρακτηρίζουν ανάλογα με τη συμβολή τους στο γίγνεσθαι.
Ένα "γεγονός" χαρακτηρίζεται καλό ή κακό ανάλογα με το αν συμβάλλει στο γίγνεσθαι ή το εμποδίζει. Επειδή το γίγνεσθαι οδηγεί κάθε ον στην ταύτισή του με το γένος, δηλαδή στο ολοκλήρωσή του στο απόλυτο, τα "γεγονότα" τακτοποιούνται ως καλά ή κακά εφόσον συντάσσονται με το απόλυτο ή το αποτάσσουν.
Το κακό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι καλό, ούτε το καλό γίνεται να κάνει κακό. Δεν είναι έννοιες σχετικές, αφού παίρνουν το νόημά τους ως προς το απόλυτο, άρα δεν μπορούν και να συναλλαχθούν. Από την άλλη, δεν είναι ούτε καν αντίθετες.
Η αντί-θεση θα σήμαινε ότι το ένα ορίζεται από το άλλο, εκ της αντιπαλότητάς του με αυτό. Αλλά το καλό δεν ορίζεται ως το αντίθετο του κακού, γιατί είναι η μόνη δυνατή θέση, έναντι της οποίας οτιδήποτε κακό είναι κατά βάση ανίσχυρο.
Από τη στιγμή που το κακό σημαίνει την απόκλιση από το γίγνεσθαι δεν μπορεί να έχει δύναμη, (επειδή ακριβώς η δύναμη εκλύεται από το ίδιο το γίγνεσθαι), αλλά μάλλον σημαίνει την απουσία της. Επειδή ακριβώς δεν έχει καθόλου δύναμη, δεν μπορεί και να πράξει οτιδήποτε. Μη μπορώντας να πράξει είναι ανίσχυρο μπροστά στο καλό, που είναι η μόνη δυνατή πράξη.
Δεν υπάρχει πράξη εκτός του γίγνεσθαι, ήτοι, εκτός της πραγμάτωσης τού Είναι. Οτιδήποτε γίνεται είναι καλό, από την άποψη ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν ήταν σύμφωνο με τον νόμο και τη νομή τού Είναι. Κακό είναι αυτό που δεν γίνεται° είναι η άγονη στάση, δηλαδή η απραξία.
Η πράξη δεν είναι αντίθετη της απραξίας, αλλά ανώτερή της, διότι την ξεπερνάει με τον ίδιο τρόπο που η ζωή ξεπερνάει τον θάνατο και η αλήθεια το ψεύδος. Αν πράξη και απραξία ισοσκελίζονταν ως δύο μέρη το ίδιο δυνατά, κάθε βάδισμα τού Είναι θα καθίστατο αδύνατο. Το Είναι προχωράει και καταλαμβάνει τον χώρο με το γίγνεσθαί του και αυτό το μαρτυράει το ίδιο το γεγονός της ζωής. Δεν θα υπήρχε ζωή αν το καλό και το κακό ήταν δυαδικά και διέθεταν την ίδια ισχύ. Το καλό υπερέχει σαφώς του κακού και αυτό το αποδεικνύει το προφανές της ζωής.
Αν ο άνθρωπος μπερδεύει ακόμη το αυταπόδεικτο και θεωρεί το κακό σαν ισχυρό, το κάνει γιατί παραμένει ανίσχυρος. Επειδή δεν έχει τελειωθεί και υστερεί ως προς το απόλυτο, επικαλείται συχνά τη δύναμη του κακού για να δικαιολογήσει τη στέρησή του, ενώ το κακό δεν έχει καμία δύναμη και είναι μάλλον η αδυναμία του. Παρεξηγώντας την αδυναμία για δύναμη καταφεύγει συχνά στο κακό νομίζοντας ότι έτσι θα ισχυροποιήσει τη θέση του.
Το μόνο που μπορεί να καταφέρει η προσφυγή στο κακό είναι η καταστροφή. Η θέση που φαινομενικά ενισχύεται μέσω του κακού, ουσιαστικά επιταχύνει τον αφανισμό της. Το κακό δεν έχει θέση στο γίγνεσθαι και η θέση που διατίθεται κακά προδιαθέτει τον χαμό της.
Το κακό δεν είναι υπεύθυνο παρά για το τίποτε και οι μόνοι υπεύθυνοι για το κάτι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αν πρέπει κάποιον να κατηγορήσουμε είναι όποιον αποφεύγει την ευθύνη τού καλού και καταφεύγει σε ελιγμούς προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Ο χρόνος δεν κερδίζεται, ούτε και τοκίζεται, αλλά βιώνεται. Όποιος ελίσσεται στο κακό νομίζοντας ότι θα προλάβει τους άλλους και θα φτάσει μια ώρα αρχύτερα στην πηγή του πλούτου αυταπατάται και εξαπατά.
Το κακό δεν είναι παρά μία απάτη, δηλαδή κάτι που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Αυτός που εξαπατά δίνει συνήθως την εντύπωση ότι τα καταφέρνει καλύτερα από τους άλλους. Επειδή δεν νοιάζεται για κανέναν, εκτοπίζει όσους συναντάει και έτσι επεκτείνεται με μεγάλη ταχύτητα. Το κακό, σαν τίποτε, δεν έχει βάρος και ο κακός άνθρωπος, σαν πιο ελαφρύς από τους άλλους, μπορεί να πηδήξει από πάνω τους, εφόσον αυτοί δεν ορθώνουν το ανάστημά τους, αλλά σκύβουν περιδεείς, φτάνοντας ακόμη και να θαυμάσουν την προωθητική δύναμη του κακού. Αυτό, όμως, που τον προωθεί δεν είναι το κακό, αλλά αυτοί οι ίδιοι που υπολείφτηκαν του καλού.
Το κακό δεν μπορεί να παρέμβει στο γίγνεσθαι παρά μόνο προκαλώντας ένα κενό το οποίο αυτό θα καλύψει εξαφανίζοντας ότι βασίστηκε στο κακό. Το εγώ που μοιάζει να επεκτείνεται ταχύτατα μέσω του κακού τρέχει προς τον χαμό. Η ταχύτητα του κακού δεν είναι παρά η βιασύνη του ολέθρου.
Από την άλλη, το καλό δεν μπορεί να θεωρείται ως κάτι το παθητικό και αδρανές. Από τη στιγμή που είναι η μόνη δυνατή θέση δεν μπορεί παρά να τίθεται δυναμικά. Η διεκδίκησή του στο σήμερα γεμίζει τον χρόνο με παρουσία και δεν αφήνει περιθώριο στην απουσία, δηλαδή στο κακό, να παρέμβει στο γίγνεσθαι.
* Αποφεύγω συνειδητά τον όρο "επι-κοινωνία" διότι το πρόθεμα "επί" με ξενίζει, ενώ το "συν" με κοινωνεί.
Όπως η γλώσσα είναι το μέσον για τη συγκοινωνία* του ανθρώπινου είδους, (του έλλογου όντος), στην κατεύθυνση της ταύτισης με το γένος του, (τον Λόγο), έτσι και κάθε της λέξη εξυπηρετεί με τον ειδικό της τρόπο τον ίδιο σκοπό. Οι λέξεις που δίνουν όνομα στις σχέσεις των πραγμάτων τις χαρακτηρίζουν ανάλογα με τη συμβολή τους στο γίγνεσθαι.
Ένα "γεγονός" χαρακτηρίζεται καλό ή κακό ανάλογα με το αν συμβάλλει στο γίγνεσθαι ή το εμποδίζει. Επειδή το γίγνεσθαι οδηγεί κάθε ον στην ταύτισή του με το γένος, δηλαδή στο ολοκλήρωσή του στο απόλυτο, τα "γεγονότα" τακτοποιούνται ως καλά ή κακά εφόσον συντάσσονται με το απόλυτο ή το αποτάσσουν.
Το κακό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι καλό, ούτε το καλό γίνεται να κάνει κακό. Δεν είναι έννοιες σχετικές, αφού παίρνουν το νόημά τους ως προς το απόλυτο, άρα δεν μπορούν και να συναλλαχθούν. Από την άλλη, δεν είναι ούτε καν αντίθετες.
Η αντί-θεση θα σήμαινε ότι το ένα ορίζεται από το άλλο, εκ της αντιπαλότητάς του με αυτό. Αλλά το καλό δεν ορίζεται ως το αντίθετο του κακού, γιατί είναι η μόνη δυνατή θέση, έναντι της οποίας οτιδήποτε κακό είναι κατά βάση ανίσχυρο.
Από τη στιγμή που το κακό σημαίνει την απόκλιση από το γίγνεσθαι δεν μπορεί να έχει δύναμη, (επειδή ακριβώς η δύναμη εκλύεται από το ίδιο το γίγνεσθαι), αλλά μάλλον σημαίνει την απουσία της. Επειδή ακριβώς δεν έχει καθόλου δύναμη, δεν μπορεί και να πράξει οτιδήποτε. Μη μπορώντας να πράξει είναι ανίσχυρο μπροστά στο καλό, που είναι η μόνη δυνατή πράξη.
Δεν υπάρχει πράξη εκτός του γίγνεσθαι, ήτοι, εκτός της πραγμάτωσης τού Είναι. Οτιδήποτε γίνεται είναι καλό, από την άποψη ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν ήταν σύμφωνο με τον νόμο και τη νομή τού Είναι. Κακό είναι αυτό που δεν γίνεται° είναι η άγονη στάση, δηλαδή η απραξία.
Η πράξη δεν είναι αντίθετη της απραξίας, αλλά ανώτερή της, διότι την ξεπερνάει με τον ίδιο τρόπο που η ζωή ξεπερνάει τον θάνατο και η αλήθεια το ψεύδος. Αν πράξη και απραξία ισοσκελίζονταν ως δύο μέρη το ίδιο δυνατά, κάθε βάδισμα τού Είναι θα καθίστατο αδύνατο. Το Είναι προχωράει και καταλαμβάνει τον χώρο με το γίγνεσθαί του και αυτό το μαρτυράει το ίδιο το γεγονός της ζωής. Δεν θα υπήρχε ζωή αν το καλό και το κακό ήταν δυαδικά και διέθεταν την ίδια ισχύ. Το καλό υπερέχει σαφώς του κακού και αυτό το αποδεικνύει το προφανές της ζωής.
Αν ο άνθρωπος μπερδεύει ακόμη το αυταπόδεικτο και θεωρεί το κακό σαν ισχυρό, το κάνει γιατί παραμένει ανίσχυρος. Επειδή δεν έχει τελειωθεί και υστερεί ως προς το απόλυτο, επικαλείται συχνά τη δύναμη του κακού για να δικαιολογήσει τη στέρησή του, ενώ το κακό δεν έχει καμία δύναμη και είναι μάλλον η αδυναμία του. Παρεξηγώντας την αδυναμία για δύναμη καταφεύγει συχνά στο κακό νομίζοντας ότι έτσι θα ισχυροποιήσει τη θέση του.
Το μόνο που μπορεί να καταφέρει η προσφυγή στο κακό είναι η καταστροφή. Η θέση που φαινομενικά ενισχύεται μέσω του κακού, ουσιαστικά επιταχύνει τον αφανισμό της. Το κακό δεν έχει θέση στο γίγνεσθαι και η θέση που διατίθεται κακά προδιαθέτει τον χαμό της.
Το κακό δεν είναι υπεύθυνο παρά για το τίποτε και οι μόνοι υπεύθυνοι για το κάτι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αν πρέπει κάποιον να κατηγορήσουμε είναι όποιον αποφεύγει την ευθύνη τού καλού και καταφεύγει σε ελιγμούς προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Ο χρόνος δεν κερδίζεται, ούτε και τοκίζεται, αλλά βιώνεται. Όποιος ελίσσεται στο κακό νομίζοντας ότι θα προλάβει τους άλλους και θα φτάσει μια ώρα αρχύτερα στην πηγή του πλούτου αυταπατάται και εξαπατά.
Το κακό δεν είναι παρά μία απάτη, δηλαδή κάτι που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.
Αυτός που εξαπατά δίνει συνήθως την εντύπωση ότι τα καταφέρνει καλύτερα από τους άλλους. Επειδή δεν νοιάζεται για κανέναν, εκτοπίζει όσους συναντάει και έτσι επεκτείνεται με μεγάλη ταχύτητα. Το κακό, σαν τίποτε, δεν έχει βάρος και ο κακός άνθρωπος, σαν πιο ελαφρύς από τους άλλους, μπορεί να πηδήξει από πάνω τους, εφόσον αυτοί δεν ορθώνουν το ανάστημά τους, αλλά σκύβουν περιδεείς, φτάνοντας ακόμη και να θαυμάσουν την προωθητική δύναμη του κακού. Αυτό, όμως, που τον προωθεί δεν είναι το κακό, αλλά αυτοί οι ίδιοι που υπολείφτηκαν του καλού.
Το κακό δεν μπορεί να παρέμβει στο γίγνεσθαι παρά μόνο προκαλώντας ένα κενό το οποίο αυτό θα καλύψει εξαφανίζοντας ότι βασίστηκε στο κακό. Το εγώ που μοιάζει να επεκτείνεται ταχύτατα μέσω του κακού τρέχει προς τον χαμό. Η ταχύτητα του κακού δεν είναι παρά η βιασύνη του ολέθρου.
Από την άλλη, το καλό δεν μπορεί να θεωρείται ως κάτι το παθητικό και αδρανές. Από τη στιγμή που είναι η μόνη δυνατή θέση δεν μπορεί παρά να τίθεται δυναμικά. Η διεκδίκησή του στο σήμερα γεμίζει τον χρόνο με παρουσία και δεν αφήνει περιθώριο στην απουσία, δηλαδή στο κακό, να παρέμβει στο γίγνεσθαι.
* Αποφεύγω συνειδητά τον όρο "επι-κοινωνία" διότι το πρόθεμα "επί" με ξενίζει, ενώ το "συν" με κοινωνεί.
No comments:
Post a Comment