Η πρόοδος του ανθρώπου ως προς τις προδιαγραφές του γένους του είναι αδιαμφισβήτητη. Σηκώθηκε στα δύο του πόδια, τελειοποίησε τα εργαλεία του και από τις πρώτες άναρθρες κραυγές του κατάφερε την άρθρωση ενός πλήρους συστήματος λέξεων, τη γλώσσα. Όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία, αλλά είναι προϊόντα της εγγενούς αναγκαιότητάς του να τελειωθεί σαν είδος ως προς το γένος του.
Το γένος κάθε όντος περιέχει μία σειρά εντολών που πρέπει να ακολουθήσει με συνέπεια για να αποκτήσει την ευρωστία του. Κάθε παρέκκλιση από τις επιταγές της γενετικής του οδηγίας επιφέρει την αρρώστια του. Το γίγνεσθαί του ακολουθεί το σχήμα της αποφυγής της αρρώστιας και της προσφυγής στη δύναμη {ρώμη}. Έτσι κι ο άνθρωπος κινούμενος μακράν της αδυναμίας του και ακολουθώντας την δύναμή του ανακάλυψε τις δυνατότητες τού γένους του. Δεν προόδευσε απομακρυνόμενος από τη φύση του, αλλά πλησιάζοντας την, ενώ, επιστρέφοντας διαρκώς στην πηγή της γέννησής του, ανανέωνε τις δυνάμεις του.
Η γέννηση ενός ατόμου είναι προϊόν της ένωσης δύο προηγούμενων ατόμων που το έφεραν το καθένα κατά το ήμισύ του, (ας πούμε, το ένα κατά το μέρος του σπερματοζωαρίου και το άλλο του ωαρίου). Η γέννηση σημαίνει την ενότητα δύο τινών, και μόνο αυτή μπορεί να παράγει την πρόσθετη δύναμη που χρειάζεται η πρόοδος, η οποία εξασθενεί από τον χωρισμό. Ο μόνος χωρισμός που μπορεί να φέρει δύναμη είναι ο χωρισμός από τον χωρισμό.
Η αρρώστια, (και πολύ περισσότερο ο θάνατος), είναι προϊόν του χωρισμού της δύναμης από τη δυνατότητα. Χωριζόμενοι από αυτό που μας χωρίζει, απομακρυνόμαστε από την αδυναμία και προσεγγίζουμε την ρώμη, την αδιάσπαστη ενότητα της ζωής, τη συνεκτική ροή της. Η απομάκρυνση δεν είναι από μόνη της αρκετή για την πρόοδο. Χρειάζεται να συνοδεύεται ή μάλλον να καθοδηγείται από την κατάφαση της ενότητας.
Η σκέτη άρνηση είναι ανίκανη να δώσει κατεύθυνση, και χωρίς κατεύθυνση είναι αδύνατον να υπάρξει πρόοδος, αφού χωρίς αυτήν δεν πάμε πουθενά και απλά μένουμε στάσιμοι. Αυτός που αρνείται να ακολουθήσει κάτι λάθος δεν σημαίνει ότι οδηγείται στο σωστό° το πολύ που μπορεί να καταφέρει είναι να καθηλωθεί σε μία καταγγελτική στάση. Όταν υιοθετείται μόνον η στάση της άμυνας απέναντι στα πράγματα, δεν είμαστε εμείς οι νικητές, αλλά αυτά. Η γενναιότητα {η σχετική με το γένος πράξη}που χρειάζονται τα πράγματα συνίσταται στο προχώρημα πέραν της άρνησής μας στη θέση-κατάφαση του γίγνεσθαι.
Αν ο άνθρωπος είχε μείνει απλώς στην άρση του φόβου του, με το να ασχολείται μόνο να διώχνει τα στοιχεία που τον απειλούσαν, δεν θα είχε καταφέρει αυτά που του έδωσαν τη σημερινή μορφή του. Αν μπόρεσε να έχει σήμερα την όποια ομορφιά έχει, είναι γιατί κινήθηκε από τον έρωτά της. Υπακούοντας στην ερωτική του ορμή τόλμησε το φαινομενικά ακατόρθωτο φανερώνοντας έτσι στη δύναμή του τις μεγάλες της δυνατότητες.
Επιστρέφοντας διαρκώς στη γέννα του και ανακαλώντας την ως έρωτα, (αφού, γέννα και έρωτας εναλλάσσονται, με το ένα να οδηγεί στο άλλο), μπόρεσε να προχωρήσει ως είδος. Η πρόοδος, με αυτήν την έννοια, είναι μια πράξη επιστροφής, ένα ξαναβάπτισμα της ύπαρξης στην υγρασία της συνουσίας και στην πηγή τού "είναι".
Αυτό που μας χωρίζει και μας φοβίζει είναι κατά κάποιο τρόπο φανερό γιατί προέρχεται από τα φαινόμενα. Αρκεί να τα προσέξεις για να το καταλάβεις. Αυτό, όμως, που μας ενθαρρύνει και μας ενώνει, πρέπει να το ανακαλύψεις ανατρέχοντας πίσω από τα φαινόμενα, στο είναι τους. Οι ανακαλύψεις του ανθρώπου δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία αναδρομή στο Είναι.
Αν θέλουμε ως άνθρωποι να προχωρήσουμε, δεν πρέπει να παύσουμε να ανατρέχουμε σε αυτό που μας ενώνει. Η παραμονή σε ένα καθεστώς χωριστικής ανάπτυξης μάς βγάζει έξω από την τροχιά της εξέλιξής μας. Από την άλλη, η αποφυγή της ανάπτυξης και η αποδοχή της παρούσας κατάστασης μάς κρατά στάσιμους στη φτώχεια και στην έλλειψη. Πολύ περισσότερο, η επίκληση ενός καλύτερου παρελθόντος μάς επιστρέφει σε ένα κατώτερο σχήμα ενότητας και ακόμη μεγαλύτερης έλλειψης. Το μόνο παρελθόν που μπορούμε και πρέπει να επικαλούμαστε είναι το απώτατο, αυτό από το οποίο όλοι και όλα έχουν προέλθει.
Ο άνθρωπος πρέπει να συνεχίσει να προοδεύει αν θέλει να βρει την λύση της στέρησης του και να λυτρωθεί ως προς το απόλυτο. Η πρόοδος δεν είναι κάτι κακό, όπως έχει παρεξηγηθεί, είναι κάτι το αναγκαίο. Παρεξηγείται γιατί ταυτίζεται με αυτό που δεν είναι, με την αποσπασματική-ποσοτική ανάπτυξη: ο βίαιος διαχωρισμός της οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοιο αδιέξοδο που το μέλλον, αντί να είναι ο χρόνος που τον καλεί στην επίτευξη της γενναιότητάς του, τον φοβίζει.
Χωρίς την προσδοκία του μέλλοντος καθυστερούμε σε ένα ελλιπές παρόν, με κίνδυνο να επιστρέψουμε σε ένα χειρότερο παρελθόν. Η προβολή της προόδου στις σωστές παραμέτρους της μπορεί να δώσει πάλι στο μέλλον μας την προσδοκία.
Αν αρνούμαστε να ενηλικιωθούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη της προόδου μας στον χρόνο, τότε ο χρόνος θα κυλάει εις βάρος μας - και όχι μόνο εναντίον εμάς των ιδίων, αλλά και όλης της γήινης πλάσης, δεδομένης της ισχύος μας απέναντί της .
Το πλάσμα άνθρωπος έχει προ πολλού παύσει να είναι παιδί και έχει μεγαλώσει αποκτώντας την πλήρη σωματική του ισχύ. Μπορεί στην αρχή, ως παιδί, να επέμεινε στο εγώ του, (επειδή ακόμη δεν το είχε βρει), και να το διεκδίκησε εναντίον άλλων πλασμάτων που το απειλούσαν. Αλλά τώρα το απειλεί ο εγωισμός του.
Επιμένοντας να εναντιώνεται πεισματικά σε κάτι που δεν του είναι πλέον ξένο, (τη φύση), δεν μπορεί παρά να το κάνει ξανά εχθρικό. Μόνο που αυτή τη φορά τα πλάσματα της φύσης δεν θα το φοβίσουν με την παρουσία τους, αλλά θα το απειλήσουν με την απουσία τους.
Ο ανθρώπινος εγωισμός αποτελεί τροχοπέδη στην πρόοδό του και για να την αποδεσμεύσει πρέπει να ανοίξει το εγώ του στην ενότητα της φύσης και να πράξει σύμφωνα με αυτήν.
Το γένος κάθε όντος περιέχει μία σειρά εντολών που πρέπει να ακολουθήσει με συνέπεια για να αποκτήσει την ευρωστία του. Κάθε παρέκκλιση από τις επιταγές της γενετικής του οδηγίας επιφέρει την αρρώστια του. Το γίγνεσθαί του ακολουθεί το σχήμα της αποφυγής της αρρώστιας και της προσφυγής στη δύναμη {ρώμη}. Έτσι κι ο άνθρωπος κινούμενος μακράν της αδυναμίας του και ακολουθώντας την δύναμή του ανακάλυψε τις δυνατότητες τού γένους του. Δεν προόδευσε απομακρυνόμενος από τη φύση του, αλλά πλησιάζοντας την, ενώ, επιστρέφοντας διαρκώς στην πηγή της γέννησής του, ανανέωνε τις δυνάμεις του.
Η γέννηση ενός ατόμου είναι προϊόν της ένωσης δύο προηγούμενων ατόμων που το έφεραν το καθένα κατά το ήμισύ του, (ας πούμε, το ένα κατά το μέρος του σπερματοζωαρίου και το άλλο του ωαρίου). Η γέννηση σημαίνει την ενότητα δύο τινών, και μόνο αυτή μπορεί να παράγει την πρόσθετη δύναμη που χρειάζεται η πρόοδος, η οποία εξασθενεί από τον χωρισμό. Ο μόνος χωρισμός που μπορεί να φέρει δύναμη είναι ο χωρισμός από τον χωρισμό.
Η αρρώστια, (και πολύ περισσότερο ο θάνατος), είναι προϊόν του χωρισμού της δύναμης από τη δυνατότητα. Χωριζόμενοι από αυτό που μας χωρίζει, απομακρυνόμαστε από την αδυναμία και προσεγγίζουμε την ρώμη, την αδιάσπαστη ενότητα της ζωής, τη συνεκτική ροή της. Η απομάκρυνση δεν είναι από μόνη της αρκετή για την πρόοδο. Χρειάζεται να συνοδεύεται ή μάλλον να καθοδηγείται από την κατάφαση της ενότητας.
Η σκέτη άρνηση είναι ανίκανη να δώσει κατεύθυνση, και χωρίς κατεύθυνση είναι αδύνατον να υπάρξει πρόοδος, αφού χωρίς αυτήν δεν πάμε πουθενά και απλά μένουμε στάσιμοι. Αυτός που αρνείται να ακολουθήσει κάτι λάθος δεν σημαίνει ότι οδηγείται στο σωστό° το πολύ που μπορεί να καταφέρει είναι να καθηλωθεί σε μία καταγγελτική στάση. Όταν υιοθετείται μόνον η στάση της άμυνας απέναντι στα πράγματα, δεν είμαστε εμείς οι νικητές, αλλά αυτά. Η γενναιότητα {η σχετική με το γένος πράξη}που χρειάζονται τα πράγματα συνίσταται στο προχώρημα πέραν της άρνησής μας στη θέση-κατάφαση του γίγνεσθαι.
Αν ο άνθρωπος είχε μείνει απλώς στην άρση του φόβου του, με το να ασχολείται μόνο να διώχνει τα στοιχεία που τον απειλούσαν, δεν θα είχε καταφέρει αυτά που του έδωσαν τη σημερινή μορφή του. Αν μπόρεσε να έχει σήμερα την όποια ομορφιά έχει, είναι γιατί κινήθηκε από τον έρωτά της. Υπακούοντας στην ερωτική του ορμή τόλμησε το φαινομενικά ακατόρθωτο φανερώνοντας έτσι στη δύναμή του τις μεγάλες της δυνατότητες.
Επιστρέφοντας διαρκώς στη γέννα του και ανακαλώντας την ως έρωτα, (αφού, γέννα και έρωτας εναλλάσσονται, με το ένα να οδηγεί στο άλλο), μπόρεσε να προχωρήσει ως είδος. Η πρόοδος, με αυτήν την έννοια, είναι μια πράξη επιστροφής, ένα ξαναβάπτισμα της ύπαρξης στην υγρασία της συνουσίας και στην πηγή τού "είναι".
Αυτό που μας χωρίζει και μας φοβίζει είναι κατά κάποιο τρόπο φανερό γιατί προέρχεται από τα φαινόμενα. Αρκεί να τα προσέξεις για να το καταλάβεις. Αυτό, όμως, που μας ενθαρρύνει και μας ενώνει, πρέπει να το ανακαλύψεις ανατρέχοντας πίσω από τα φαινόμενα, στο είναι τους. Οι ανακαλύψεις του ανθρώπου δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία αναδρομή στο Είναι.
Αν θέλουμε ως άνθρωποι να προχωρήσουμε, δεν πρέπει να παύσουμε να ανατρέχουμε σε αυτό που μας ενώνει. Η παραμονή σε ένα καθεστώς χωριστικής ανάπτυξης μάς βγάζει έξω από την τροχιά της εξέλιξής μας. Από την άλλη, η αποφυγή της ανάπτυξης και η αποδοχή της παρούσας κατάστασης μάς κρατά στάσιμους στη φτώχεια και στην έλλειψη. Πολύ περισσότερο, η επίκληση ενός καλύτερου παρελθόντος μάς επιστρέφει σε ένα κατώτερο σχήμα ενότητας και ακόμη μεγαλύτερης έλλειψης. Το μόνο παρελθόν που μπορούμε και πρέπει να επικαλούμαστε είναι το απώτατο, αυτό από το οποίο όλοι και όλα έχουν προέλθει.
Ο άνθρωπος πρέπει να συνεχίσει να προοδεύει αν θέλει να βρει την λύση της στέρησης του και να λυτρωθεί ως προς το απόλυτο. Η πρόοδος δεν είναι κάτι κακό, όπως έχει παρεξηγηθεί, είναι κάτι το αναγκαίο. Παρεξηγείται γιατί ταυτίζεται με αυτό που δεν είναι, με την αποσπασματική-ποσοτική ανάπτυξη: ο βίαιος διαχωρισμός της οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοιο αδιέξοδο που το μέλλον, αντί να είναι ο χρόνος που τον καλεί στην επίτευξη της γενναιότητάς του, τον φοβίζει.
Χωρίς την προσδοκία του μέλλοντος καθυστερούμε σε ένα ελλιπές παρόν, με κίνδυνο να επιστρέψουμε σε ένα χειρότερο παρελθόν. Η προβολή της προόδου στις σωστές παραμέτρους της μπορεί να δώσει πάλι στο μέλλον μας την προσδοκία.
Αν αρνούμαστε να ενηλικιωθούμε και να αναλάβουμε την ευθύνη της προόδου μας στον χρόνο, τότε ο χρόνος θα κυλάει εις βάρος μας - και όχι μόνο εναντίον εμάς των ιδίων, αλλά και όλης της γήινης πλάσης, δεδομένης της ισχύος μας απέναντί της .
Το πλάσμα άνθρωπος έχει προ πολλού παύσει να είναι παιδί και έχει μεγαλώσει αποκτώντας την πλήρη σωματική του ισχύ. Μπορεί στην αρχή, ως παιδί, να επέμεινε στο εγώ του, (επειδή ακόμη δεν το είχε βρει), και να το διεκδίκησε εναντίον άλλων πλασμάτων που το απειλούσαν. Αλλά τώρα το απειλεί ο εγωισμός του.
Επιμένοντας να εναντιώνεται πεισματικά σε κάτι που δεν του είναι πλέον ξένο, (τη φύση), δεν μπορεί παρά να το κάνει ξανά εχθρικό. Μόνο που αυτή τη φορά τα πλάσματα της φύσης δεν θα το φοβίσουν με την παρουσία τους, αλλά θα το απειλήσουν με την απουσία τους.
Ο ανθρώπινος εγωισμός αποτελεί τροχοπέδη στην πρόοδό του και για να την αποδεσμεύσει πρέπει να ανοίξει το εγώ του στην ενότητα της φύσης και να πράξει σύμφωνα με αυτήν.
No comments:
Post a Comment