Η υπερβολή, συνήθως, βλάπτει. Όταν όμως επικαλούμαστε τη γενναιότητα του ανθρώπου για να ερμηνεύσουμε και να ζητήσουμε την πρόοδό του, δεν τον καλούμε να υπερβάλει εαυτόν; Τότε, ποια είναι η υπερβολή και πού βρίσκεται το μέτρο;
Αυτό που ξεχωρίζει τη γενναιότητα από την υπερβολή της σε θράσος είναι η σχέση που έχει η καθεμία με κάτι ξένο. Ο θρασύς γίνεται παράτολμος επειδή ο φόβος του για το ξένο είναι υπερβολικός και το θεωρεί εκ προοιμίου εχθρικό. Αντιδράει σπασμωδικά απέναντί του και εφορμά εναντίον του.
Ο γενναίος δεν αντιδρά σπασμωδικά, αλλά δρα εν σχέσει. Συνέχοντας την ορμή του με το γένος του και πράττοντας μέσα στα όρια του, συνέχει και το είδος του με το άλλο - το ξένο είδος. Η σκέψη του έχει τη δύναμη να δει πίσω από τα φαινόμενα και να αναγνωρίσει ακόμη και στο φαινομενικά εχθρικό την εκ γένους ενότητα του με αυτό. Έτσι, παίρνει θάρρος και η δύναμη του βρίσκει τη δυνατότητα να συνεταιριστεί το άλλο σε έναν κοινό στόχο.
Ο θρασύς δεν ζητάει να συνεταιριστεί το άλλο, επειδή δεν μπορεί να διαγνώσει καμία κοινότητα με αυτό. Το αντιλαμβάνεται ολοκληρωτικά εχθρικό και έτσι το μόνο που καταλαβαίνει ως όφελός του είναι να το υποδουλώσει και να το προσεταιριστεί. Καταφέρεται εναντίον του νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο δρα προς συμφέρον του.
Όταν το συμφέρον αντιλαμβάνεται εγωιστικά οδηγεί στην αυθάδεια, ["αυθάδης" εκ του "αυτός+ήδομαι" =ευχαριστιέμαι με τον εαυτό μου =είμαι μαλάκας]. Η μαλακία τού αυθάδη προέρχεται από την αδυναμία, μαλθακότητα της σκέψης του. Η ισχυρογνωμοσύνη του δεν έχει να κάνει με τη γνώση της πραγματικής ισχύος, αλλά με την αλαζονεία.
Η πραγματική ισχύς βρίσκεται στη δύναμη της συνέχειας των πραγμάτων. Όποιος την παραβαίνει καταδικάζεται στην αδυναμία και στην αρρώστια. Αυτός που πράττει εν σχέσει με αυτήν επιβραβεύεται ως ρωμαλέος και δυνατός. Εκείνο που καθορίζει μία πράξη ως δυνατή, (ως φέρουσα στη δύναμη την δυνατότητα να πραγματωθεί), είναι η υπακοή της στο μέτρο.
Το μέτρο είναι ο τρόπος που η ισχύς πραγματοποιείται: υπακούοντας η δύναμη σε αυτόν τον τρόπο επιτρέπει στα πράγματα να διατηρήσουν την ξεχωριστή μορφή τους την ίδια στιγμή που εξ αιτίας της μορφο-ποιητικής τους δυναμικής μπορεί να συνέχονται για να γεννήσουν μιαν άλλη μορφή. Αυτός ο τρόπος πραγματοποίησης συμβάλλει στον πλούτο των ειδών, μετερχόμενος το μέτρο που φροντίζει να μην πολτοποιηθούν σε μία άμορφη ενότητα. Το μέτρο συγκρατώντας την ορμή της ισχύος από την υπερβολή, εξυπηρετεί τον σκοπό του γίγνεσθαι, που δεν είναι άλλος από την πλήρωση του άπαντος με κάθε δυνατή μορφή τού Είναι που μπορεί λάβει χώρα εντός του.
Το μέτρο είναι αυτό που δίνει στα πράγματα τον δικό τους διακεκριμμένο χώρο, για να μπορέσουν να κινηθούν. Μόνο κάτι που έχει τον χώρο του μπορεί να προ-χωρήσει. Χωρίς χώρο κάθε κίνηση καθίσταται αδύνατη. Το μέτρο δεν διαχωρίζει τα πράγματα, αλλά, δίνοντας τους χώρο, τούς δίνει τη δυνατότητα να συναντηθούν.
Μόνο αυτός που μπορεί να διακρίνει τον ειδικό χώρο του άλλου και να τον πλησιάσει διακριτικά, μπορεί να συναντηθεί γόνιμα μαζί του, σύμφωνα με τις επιταγές του γίγνεσθαι, (αφού το ίδιο το γίγνεσθαι παρέχει τον χώρο στο κάθε τι), ώστε να αποδειχθεί γενναίος και ικανός. Μόνο η δύναμη που σέβεται το μέτρο των πραγμάτων μπορεί να φτάσει στην ικανότητα.
Το μέτρο είναι το ενδιάμεσο των πραγμάτων, ο τρόπος μέσω του οποίου αυτά συναντιούνται και συνέχονται. Η αδιακρισία ενός εγώ, που τυφλωμένο από την απληστία παραβλέπει το άλλο εγώ και υποφθαλμιά τον χώρο του, οδηγεί στην αυθάδεια. Όταν, από την άλλη, το εγώ δεν διεκδικεί τον χώρο του και υποχωρεί στην επεκτατικότητα ενός άλλου, συνεργεί πάλι στην κατάλυση του μέτρου. Το ένα εγώ συμπληρώνει το άλλο παράγοντας ένα διασπασμένο εμείς, ένα "εμείς" που δεν σημαίνει τη συνέχεια του ενός με το άλλο, αλλά την ομαδοποίησή τους μέσα από τη βία.
Επίσης, η μετριότητα αυτού που δεν τολμά, αλλά παραμένει κλεισμένος στον χώρο του και απλώς τον φροντίζει, καταργεί το μέτρο. Το μέτρο παρέχοντας στο κάθε είδος τον δικό του χώρο τού παρέχει το σημείο εκκίνησής του και δεν το καθηλώνει στην ακινησία. Το μέτρο δεν υπάρχει για να μένει κλεισμένο το άτομο στον εαυτό του υιοθετώντας μια βολική μετριοπάθεια. Υπάρχει για να εξυπηρετεί το γίγνεσθαι και να προτρέπει τα άτομα να ανοιχτούν σε αυτό χωρίς φόβο ότι θα παραβιαστεί η ατομικότητά τους° είναι ο κανόνας του παιχνιδιού και αυτό που το καθιστά δυνατό.
Όποιος δεν παίζει, αχρηστεύει το μέτρο. Επειδή, όμως, είμαστε όλοι μέσα στο παιχνίδι του γίγνεσθαι αναγκαστικά, πρέπει να ακολουθούμε τους κανόνες του νομοθετώντας ανάλογα.
Αυτό που ξεχωρίζει τη γενναιότητα από την υπερβολή της σε θράσος είναι η σχέση που έχει η καθεμία με κάτι ξένο. Ο θρασύς γίνεται παράτολμος επειδή ο φόβος του για το ξένο είναι υπερβολικός και το θεωρεί εκ προοιμίου εχθρικό. Αντιδράει σπασμωδικά απέναντί του και εφορμά εναντίον του.
Ο γενναίος δεν αντιδρά σπασμωδικά, αλλά δρα εν σχέσει. Συνέχοντας την ορμή του με το γένος του και πράττοντας μέσα στα όρια του, συνέχει και το είδος του με το άλλο - το ξένο είδος. Η σκέψη του έχει τη δύναμη να δει πίσω από τα φαινόμενα και να αναγνωρίσει ακόμη και στο φαινομενικά εχθρικό την εκ γένους ενότητα του με αυτό. Έτσι, παίρνει θάρρος και η δύναμη του βρίσκει τη δυνατότητα να συνεταιριστεί το άλλο σε έναν κοινό στόχο.
Ο θρασύς δεν ζητάει να συνεταιριστεί το άλλο, επειδή δεν μπορεί να διαγνώσει καμία κοινότητα με αυτό. Το αντιλαμβάνεται ολοκληρωτικά εχθρικό και έτσι το μόνο που καταλαβαίνει ως όφελός του είναι να το υποδουλώσει και να το προσεταιριστεί. Καταφέρεται εναντίον του νομίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο δρα προς συμφέρον του.
Όταν το συμφέρον αντιλαμβάνεται εγωιστικά οδηγεί στην αυθάδεια, ["αυθάδης" εκ του "αυτός+ήδομαι" =ευχαριστιέμαι με τον εαυτό μου =είμαι μαλάκας]. Η μαλακία τού αυθάδη προέρχεται από την αδυναμία, μαλθακότητα της σκέψης του. Η ισχυρογνωμοσύνη του δεν έχει να κάνει με τη γνώση της πραγματικής ισχύος, αλλά με την αλαζονεία.
Η πραγματική ισχύς βρίσκεται στη δύναμη της συνέχειας των πραγμάτων. Όποιος την παραβαίνει καταδικάζεται στην αδυναμία και στην αρρώστια. Αυτός που πράττει εν σχέσει με αυτήν επιβραβεύεται ως ρωμαλέος και δυνατός. Εκείνο που καθορίζει μία πράξη ως δυνατή, (ως φέρουσα στη δύναμη την δυνατότητα να πραγματωθεί), είναι η υπακοή της στο μέτρο.
Το μέτρο είναι ο τρόπος που η ισχύς πραγματοποιείται: υπακούοντας η δύναμη σε αυτόν τον τρόπο επιτρέπει στα πράγματα να διατηρήσουν την ξεχωριστή μορφή τους την ίδια στιγμή που εξ αιτίας της μορφο-ποιητικής τους δυναμικής μπορεί να συνέχονται για να γεννήσουν μιαν άλλη μορφή. Αυτός ο τρόπος πραγματοποίησης συμβάλλει στον πλούτο των ειδών, μετερχόμενος το μέτρο που φροντίζει να μην πολτοποιηθούν σε μία άμορφη ενότητα. Το μέτρο συγκρατώντας την ορμή της ισχύος από την υπερβολή, εξυπηρετεί τον σκοπό του γίγνεσθαι, που δεν είναι άλλος από την πλήρωση του άπαντος με κάθε δυνατή μορφή τού Είναι που μπορεί λάβει χώρα εντός του.
Το μέτρο είναι αυτό που δίνει στα πράγματα τον δικό τους διακεκριμμένο χώρο, για να μπορέσουν να κινηθούν. Μόνο κάτι που έχει τον χώρο του μπορεί να προ-χωρήσει. Χωρίς χώρο κάθε κίνηση καθίσταται αδύνατη. Το μέτρο δεν διαχωρίζει τα πράγματα, αλλά, δίνοντας τους χώρο, τούς δίνει τη δυνατότητα να συναντηθούν.
Μόνο αυτός που μπορεί να διακρίνει τον ειδικό χώρο του άλλου και να τον πλησιάσει διακριτικά, μπορεί να συναντηθεί γόνιμα μαζί του, σύμφωνα με τις επιταγές του γίγνεσθαι, (αφού το ίδιο το γίγνεσθαι παρέχει τον χώρο στο κάθε τι), ώστε να αποδειχθεί γενναίος και ικανός. Μόνο η δύναμη που σέβεται το μέτρο των πραγμάτων μπορεί να φτάσει στην ικανότητα.
Το μέτρο είναι το ενδιάμεσο των πραγμάτων, ο τρόπος μέσω του οποίου αυτά συναντιούνται και συνέχονται. Η αδιακρισία ενός εγώ, που τυφλωμένο από την απληστία παραβλέπει το άλλο εγώ και υποφθαλμιά τον χώρο του, οδηγεί στην αυθάδεια. Όταν, από την άλλη, το εγώ δεν διεκδικεί τον χώρο του και υποχωρεί στην επεκτατικότητα ενός άλλου, συνεργεί πάλι στην κατάλυση του μέτρου. Το ένα εγώ συμπληρώνει το άλλο παράγοντας ένα διασπασμένο εμείς, ένα "εμείς" που δεν σημαίνει τη συνέχεια του ενός με το άλλο, αλλά την ομαδοποίησή τους μέσα από τη βία.
Επίσης, η μετριότητα αυτού που δεν τολμά, αλλά παραμένει κλεισμένος στον χώρο του και απλώς τον φροντίζει, καταργεί το μέτρο. Το μέτρο παρέχοντας στο κάθε είδος τον δικό του χώρο τού παρέχει το σημείο εκκίνησής του και δεν το καθηλώνει στην ακινησία. Το μέτρο δεν υπάρχει για να μένει κλεισμένο το άτομο στον εαυτό του υιοθετώντας μια βολική μετριοπάθεια. Υπάρχει για να εξυπηρετεί το γίγνεσθαι και να προτρέπει τα άτομα να ανοιχτούν σε αυτό χωρίς φόβο ότι θα παραβιαστεί η ατομικότητά τους° είναι ο κανόνας του παιχνιδιού και αυτό που το καθιστά δυνατό.
Όποιος δεν παίζει, αχρηστεύει το μέτρο. Επειδή, όμως, είμαστε όλοι μέσα στο παιχνίδι του γίγνεσθαι αναγκαστικά, πρέπει να ακολουθούμε τους κανόνες του νομοθετώντας ανάλογα.
No comments:
Post a Comment