Όπως το ψέμα δεν μπορεί να είναι αντίθετο της αλήθειας, έτσι και ο θάνατος δεν είναι αντίθετος της ζωής, αλλά μέρος της.
Ο θάνατος δεν μπορεί να διαψεύσει την αλήθεια της ζωής γιατί δεν έχει την δύναμη να τεθεί αντί αυτής και ξεπερνιέται από την ορμή της. Το φράγμα του είναι προσωρινό και αδύναμο να διακόψει τη ροή του γίγνεσθαι° είναι μόνο μία παύση στον παλμό της αιωνιότητας και της αλήθειας, ως ύμνου της αιωνιότητας του Λόγου - ο θάνατος είναι οι "παύσεις" αυτού του ύμνου.
Μπορεί να είναι ο απόλυτος χωρισμός για το άτομο (το είδος), οριστικοποιώντας την οριστική διάζευξη της ειδικής του ενότητας, αλλά είναι σχετικός στο σύνολο των ατόμων (το γένος τους). Η απώλεια της ειδικής παρουσίας των ατόμων ενός γένους (του ανθρωπίνου γένους, εδώ), δεν σημαίνει και την απώλεια του γένους, αλλά, μάλλον, την ενδυνάμωσή του με μια νέα παρουσία.
Ο θάνατος είναι αναγκαίος από την άποψη της ανανέωσης των ειδών του γένους° επιτρέπει την επανατοποθέτηση του γένους σε νέες δυνατές μορφές. Εξυπηρετώντας τη δύναμη του γένους διευκολύνει τη ροή του γίγνεσθαι και γι'αυτό ακριβώς τον λόγο λέμε ότι είναι μέρος της ζωής° είναι το φράγμα που δεν διακόπτει το ρεύμα του Είναι, αλλά το συγκεντρώνει.
Ο θάνατος συγκεντρώνει το ρεύμα του Είναι γιατί το επαναφέρει στο κέντρο {το συν-κεντρώνει} εκ του οποίου έχει προέλθει, το επαναφέρει δηλαδή στη γέννα του και την επιτρέπει να ξαναεκδηλωθεί. Κάνοντας τόπο στη νέα ζωή, φανερώνει μέσα από τον χωρισμό του είδους την ενότητα του γένους και αποκαλύπτει το γεγονός της ζωής επιτρέποντας το να επαναληφθεί. Η κυκλικότητα του θανάτου μάς υπενθυμίζει το κέντρο της ζωής και μας επαναφέρει στην τροχιά αυτού ακριβώς του κέντρου.
Ο θάνατος δεν διαψεύδει τη ζωή, αλλά την επαληθεύει. Δεν διακόπτει τον ρυθμό της, αλλά είναι η παύση που τον δυναμώνει. Η εκπνοή του είναι μέρος της ζωικής ανάσας.
Τότε γιατί αυτός ο τρόμος του θανάτου; Γιατί ο άνθρωπος τον νομίζει ως κάτι το τόσο φοβερό που συχνά να τον εκλαμβάνει ως τη μόνη αλήθεια;
* Όταν το άτομο δεν θεωρεί τον εαυτό του ως μέρος του όλου, αλλά αντίθετο με αυτό, τότε και ο θάνατος θεωρείται ως το αντίθετο της ζωής. Ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο αισθάνεται κατώτερο του όλου, τότε ο θάνατος γίνεται ανώτερος όλων και η μόνη αλήθεια. Αντιλαμβανόμενοι τον εαυτό μας υποδεέστερο, δίνουμε στον θάνατο ένα τρομαχτικό δέος.
Πρόκειται προφανώς για μία λάθος εννόηση, για έλλειψη λόγου, για την παρεμβολή του ψεύδους. Στο βαθμό που το ψεύδος είναι ακούσιο, ο θάνατος θεωρείται ως κάτι αναπόφευκτο και ο φόβος του θανάτου παίρνει τη φυσική του διάσταση. Στην περιοχή του εκούσιου ψεύδους ο θάνατος είναι αποφευκτέος και ακριβώς επειδή είναι αδύνατον να αποφευχθεί, γίνεται το γεγονός του τρομαχτικό.
Ο φυσικός θάνατος είναι δικαιολογημένος από τη ζωή° είναι μέρος της ακολουθίας της και εξυπηρετεί τη δυναμική της συνέχεια. Το ανθρώπινο ον κινούμενο ως προς τη φύση του κατανοεί βαθμηδόν την ενότητα του με το Όλον, (αφού, προς αυτή την ενότητα τείνει η ψυχή του και ο λόγος του αναζητεί τον Λόγο), κάνοντας το ακούσιο ψεύδος σιγά-σιγά να υποχωρήσει. Έτσι και ο φόβος του θανάτου υποχωρεί μπροστά στη γενναιότητα της ζωής ή, για να το πούμε κι αλλιώς, ο φόβος του θανάτου παρακινεί στη ζωή.
Όταν, όμως, ο άνθρωπος εμποδίζεται να κινηθεί ως προς τη φύση του και εξαναγκάζεται σε μία θέση διαχωρισμένη από αυτήν, τότε το χωρισμένο από την ενότητα της φύσης άτομο νοιώθει τον θάνατο ως αντίθετο της ζωής, επειδή αντιλαμβάνεται το μέρος του ως αντίθετο του όλου. Οι δύο πόλοι της ζωής - γένεση και θάνατος - εκλαμβάνονται ως δυισμός ζωής και θανάτου, όπου το ένα αναιρεί το άλλο αλληλοεξουδετερώνοντας το. Η γενναιότητα αναστέλλεται από τον φόβο, ο λόγος παγιδεύεται στο ψέμα και δεν καταφέρνει να το ξεπεράσει.
Στην περίπτωση που ο άνθρωπος όχι μόνο δεν κινείται ως προς τη φύση του, αλλά υποχωρεί κι άλλο από αυτή, προωθώντας αφύσικες θέσεις, ο θάνατος πλεονάζει σε φόβο σκορπίζοντας τον τρόμο. Σ' αυτήν την περίπτωση δεν είναι καν αντίθετος της ζωής, είναι ανώτερος αυτής και το ψέμα πολλαπλασιάζεται γονιμοποιημένο από τον φόβο.
Το άτομο που υποχωρεί από τη φύση του παίρνοντας μία θέση ελάχιστη ως προς αυτήν, υποβιβάζει το μέρος που του ανήκει στο σύνολο, επιτρέποντας συνάμα ένα άλλο άτομο, ένα άλλο μέρος, να αναπτυχθεί πέραν του δέοντος. Η μειονεξία του υποχωρητικού ατόμου χρηματοδοτεί την πλεονεξία κάποιου άλλου και η δειλία του οπλίζει το θράσος. Ο τρόμος του μειονεκτικού ατόμου για τον θάνατο μεταφράζεται στην αυθάδεια του πλεονεκτικού ότι μπορεί και να τον αποφύγει
**. Και οι δύο παίζουν το παιχνίδι του.
Ο κατακερματικός επιμερισμός {υπερβολή του μέρους = πλεονεξία του ατόμου = ατομικισμός} συνεργεί στη βασιλεία του θανάτου και στο κράτος του ψεύδους. Έτσι, ο άνθρωπος-μέρος έχει σήμερα την υπερβολική δύναμη να απειλεί τη φύση-όλον, θέτοντας σε κίνδυνο το ίδιο του το γένος.
Το εκούσιο ψεύδος επιτρέπει τον μη αναγκαίο θάνατο.
Το μόνο ον που μπορεί να σκοτώσει χωρίς αναγκαίο λόγο είναι ο άνθρωπος. Αυτό συμβαίνει όταν ο λόγος του έχει διαμορφωθεί χωρισμένος από την αναγκαιότητα, όταν έχει υποστεί ένα ψέμα και έχει αποδεχθεί μία έλλειψη που δεν είναι αναγκαία εκ των πραγμάτων. Η μη αναγκαία έλλειψη, αλλά η εξαναγκασμένη από την πλεονεξία ενός άλλου ανθρώπου, επιτρέπει τον αδικαιολόγητο θάνατο, τον άδικο φόνο του άλλου, (είτε αυτός είναι ένας άνθρωπος, είτε ένα άλλο ον).
Εφόσον η ανθρώπινη συνθήκη επιτρέπει την αδικία, ο θάνατος θα παραμένει ο φόβος και ο τρόμος της ζωής. Όσο ο άνθρωπος θα αποφεύγει την αλήθεια του, ο θάνατος θα παρουσιάζεται ως η μόνη αλήθεια. Όταν ο Λόγος αποτρέπεται από σημείο αναφοράς του λόγου, τότε παρακολουθούμε ένα θρίλερ παράλογων χαμών και καταστροφών, όπως την καταστροφή της ίδιας της φύσης που μας δίνει ζωή.
Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν οι παράλογες εξοντώσεις από τον άνθρωπο είναι η επείγουσα αποκάλυψη του εκούσιου, κοινωνικού, ενδοανθρώπινου ψεύδους. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την έγκαιρη κινητοποίηση του λόγου, με την εγρήγορση του εναντίον του λάθους και της λήθης. Κάθε λησμονιά του όλου, κάθε υποχώρηση του ατόμου στον ατομικισμό, συνεργεί στην καταστροφή.
Για να ξυπνήσει ο λόγος από τη νάρκη του, για να ξεκολλήσει από το βάλτωμα του και να απεγκλωβιστεί από την τρομολαγνεία του θανάτου, πρέπει να σταματήσει να βαραίνει από τη συσσώρευση μιας γνώσης επιμερισμένης στο σχετικό και ειδικό, και να επανέλθει στο ζήτημα του απόλυτου.