(Μέρα που'ναι)
Στην Ελλάδα η επέτειος των γενεθλίων εισήχθη μεταπολεμικά και διαδόθηκε σταδιακά έτσι που σήμερα να επηρεάζει το 80% της επικράτειας, αφού ένα 20% έχει ακόμη προπολεμικές αναφορές και αναγνωρίζει βασικά τις ονομαστικές γιορτές σαν επετείους των προσφιλών του ατόμων, επιδεικνύοντας αδιαφορία για το δυτικό έθιμο των γενεθλίων.
Τα γενέθλια, παλιά, ήταν παραδομένα στη λήθη, έτσι που πολλοί δεν ήξεραν ακριβώς ποια ημερομηνία να δηλώσουν στην έκδοση των ταυτοτήτων τους, και έλεγαν στο περίπου. Άλλωστε τα ξεγεννούσε η μαμή στο σπίτι (αν δεν προέκυπταν στο χωράφι), και δεν δηλωνόταν πάραυτα. Τα άτομα δεν έδιναν σημασία στο πότε γεννήθηκαν αλλά στο όνομα του Αγίου ή του προγόνου που τους δόθηκε. Αν ήταν τυχερά και είχαν Άγιο και μάλιστα διάσημο, τότε τα τιμούσαν στις ονομαστικές τους γιορτές. Αν δεν είχαν, κανείς δεν έδινε σημασία. Άλλωστε, η σημασία του ατόμου ήταν περιορισμένη μπροστά σε αυτήν της φαμίλιας, της φάρας, του έθνους, κλπ.
Μαζί με τον εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας αναδείχθηκε η σημασία του ατόμου και του χρόνου, που ξεκινούσε από τη στιγμή που γεννήθηκε αυτό, και εορταζόταν στα γενέθλιά του, σταθερά προσθετικά, με αυξανόμενα κεράκια ανά έτος. Μια γιορτή του προστιθέμενου και αυξανόμενου χρόνου ενάντια στην κυκλικότητα των ονομαστικών εορτών, που δεν μετριόταν αριθμητικά. Η εξέλιξη ενάντια στην επανάληψη. Η πρόοδος ενάντια στην παράδοση.
Βέβαια, η εισαγωγή του χρόνου προκαλεί άγχος στο άτομο. Ο χρόνος περνάει και αυτό πρέπει να τον προλάβει. Η εξέλιξη είναι απαιτητική. Η πρόοδος προκλητική.
Οι Έλληνες που δεν θέλουν να ζορίζονται, αποφάσισαν να το κρατήσουν δίπορτο εορτάζοντας αμφότερες τις επετείους, έστω κι αν αυτό απαιτεί διπλά "χρόνια πολλά" κατ' άτομο.
(Αφιερωμένο στη μισή Ελλάδα που γιορτάζει τ' Αη Γιαννιού)